ADDENDUM
(See p. 135)
APPENDIX A
THE IRREGULAR VERBS OF THE GREEK NEW TESTAMENT
The student is referred to the grammars for the tenses of the regular verbs. The following list comprises those verbs which do not conform to the regular types, with their principal parts and other tenses which occur in the NT, including some which are of regular formation. The list is confined, as a rule (but cf. ἀνοίγω, οἴγω), to simple verbs, from which the form of the compound may usually be determined without difficulty. When a tense occurs only in a compound, the simple form is preceded by a hyphen. Compare a similar list, with helpful notes, which has appeared since this was sent to press, in Moulton's Grammar, Vol. II, pt. ii, pp. 225 ff.
(a. = active; m. = middle; p. = passive. Alternative forms are enclosed in brackets.)
ἀγγέλλω, fut. -ἀγγελῶ, pf. ἤγγελκα, p. -ἤγγελμαι, 1 aor. ἤγγειλα, m. -άμην, 2 aor. p. {Bl., §19, 3) ἠγγέλην.
-ἄγνvμι, fut. -ἐάξω, 1 aor. -ἔαξα, 2 aor. p. -ἐάγην, with irreg. use of augment (Bl., § 15, 2) in fut. κατεάξω and 2 aor. subjc. p. κατεαγῶ.
ἄγω, fut. ἄξω, pf. p. ἦγμαι, 2 aor. ἤγαγον, 1 aor. a. -ἦξα, p. ἤχθην, 1 fut. p. ἀχθήσομαι, impf. m. ἠγόμην.
αἰνέω, fut. αἰνέσω (-αινέσω, ΙΙ Co 11:23, aor. subjc. ?), 1 aor. ᾔνεσα.
αἱρέω, fut. αἱρήσω (the simple verb m. only, -ομαι, in NT), ἑλῶ (late Gk., LXX), p. -αἱρεθήσομαι, pf. ᾔρηκα, ᾕρημαι, 2 aor. εἱλον (and -λα, a hybrid form with ending of 1 aor., Bl., § 21, 1 ; inf. ἑλεῖν), 1 aor. p. ᾑρέθην, 2 aor. p. εἱλόμην.
αἴρω, fut. ἀρῶ, pf. ἦρκα, ἦρμαι, 1 aor. a ἦρα (inf. ἆραι), p. ἤρθην, 1 fut. p. ἀρθήσομαι.
αἰσθάνομαι, 2 aor. ᾐσθόμην.
αἰσχύνομαι (p.), f. αἰσχυνθήσομαι, 1 aor. ᾐσχύνθην (-αισχύνθην).
ἀκούω, fut. ἀκούσω, -ομαι (Bl., § 18, 3), pf. ἀκήκοα, 1 aor. a. ἤκουσα, p. ἠκούσθην, 1 fut. p. ἀκουσθήσομαι.
ἀλείφω, fut. ἀλείψω, 1 aor. a. ἤλειψα, p. inf. ἄλιφθῆναι.
-ἀλλάσσω, fut. ἀλλάξω, 1 aor. a. -ἤλλαξα, pf. p. -ἤλλαγμαι, 2 aor. ἠλλάγην, 2 fut. p. ἀλλαγήσομαι.
ἅλλομαι, 2 aor. -ἡλόμην, α form -ἡλάμην (v.s. αἱρέω).
ἁμαρτάνω, fut. ἁμαρτήσω, pf. ἡμάρτηκα, 2 aor. ἥμαρτον, 1 aor. ἡμάρτησα.
ἀμφιέννυμι (-έζω, -άζω), pf. ἠμφίεσμαι.
ἀναλίσκω (-όω), fut. ἀναλώσω, 1 aor. a. ἀνήλωσα, p. ἀνηλώθην.
ἀνοίγω (v. Bl., §24, s.v. οἴγω), fut. ἀνοίξω, pf. ἀνέῳγα (M, Pr., 154), -γμαι, ἠνέῳγμαι, ἤνοιγμαι (M, Pr., l.c.), 2 aor. ἠνοίγην (M, Pr., 56), 1 aor. a. ἤνοιξα, ἀνέῳξα, ἠνέῳξα, p. ἠνοίχθην, ἀνεῴχθην, ἠνεῴχθην (inf. ἀνεῳχθῆναι, Lk 3:21), 1 fut. p. ἀνοιχθήσομαι, 2 ἀνοιγήσομαι.
ἀπο-καθ-ίστημι (v.s. ἵστημι), 1 aor. p. ἀπεκατεστάθην (double augment).
ἀρέσκω, fut. ἀρέσω, 1 aor. a. ἤρεσα.
ἀρκέω, fut. ἀρκέσω, 1 aor. a. ἤρκεσα, 1 fut. p. ἀρκεσθήσομαι.
ἁρπάζω, fut. ἁρπάσω (M, Pr., 165), pf. ἥρπακα, 2 aor. p. ἡρπάγην (Bl., § 19, 3), 1 aor. a. ἥρπασα, p. ἡρπάσθην, 2 fut. p. ἁρπαγήσομαι, plpf. inf. -ηρπάκειν.
αὐξάνω (αὔξω, v. Bl., § 24), fut. αὐξήσω, 1 aor. a. ηὔξησα, p. ηὐξήθην.
ἀφίημι (-ιέω, -ίω, -έω ; v.s. ἵημι), impf. ἤφιον, pf. p. 3 pl. ἀφέωνται (cf. M, Pr., 38, 119).
ἀφοράω (v.s. ὁράω), 2 aor. subjc. ἀφίδω.
-βαίνω, fut. -βήσομαι, pf. -βέβηκα, 2 aor. -ἔβην (M, Pr., 110).
βάλλω, fut. βαλῶ, pf. βέβληκα, -μαι, 2 aor. ἔβαλον (α form -αν, [Ac 16:37]), 1 aor. p. ἐβλήθην, 1 fut. p. βληθήσομαι, plpf. p. ἐβεβλήμην.
βδελύσσομαι, pf. ἐβδέλυγμαι.
βιβρώσκω, pf. βέβρωκα.
βλαστάνω (άω), 1 aor. a. ἐβλάστησα (Bl., § 19, 1 · 24).
βούλομαι, 1 aor. p. depon. ἐβουλήθην (v.l. ἠβ-).
γαμέω (Bl, § 24), pf. γεγάμηκα, 1 aor. a. ἐγάμησα, ἔγημα, p. ἐγαμήθην.
γελάω, fut. γελάσω.
γηράσκω, 1 aor. a. ἐγήρασα.
γίνομαι (cl. γίγν-), fut. γενήσομαι, pf. γέγονα, γεγένημαι, 2 aor. ἐγενόμην, 1 aor. p. ἐγενήθην.
γινώσκω (cl. γιγν-), fut. γνώσομαι, pf. ἔγνωκα, p. ἔγνωσμαι, 2 aor. ἔγνων (subjc. γνῷ, γνοῖ ; BL, § 23, 4 ; M, Pr., 55, 196), 1 aor. p. ἐγνώσθην, 1 fut. p. γνωσθήσομαι.
γνωρίζω, fut. γνωρίσω, -ιῶ, 1 aor. a. ἐγνώρισα, p. ἐγνωρίσθην.
γράφω, fut. γράψω, pf. γέγραφα, γέγραμμαι, 1 aor. a. ἔγραψα, 2 aor. p. ἐγράφην.
δεῖ (impers.), subjc. δέῃ, inf. δεῖν, ptcp. neut. δέον (pl. δέοντα), impf. ἔδει.
δείκνυμι (-ύω), fut. δείξω, pf. δέδειγμαι, 1 aor. a. ἔδειξα, p. ἐδείχθην.
δέομαι, 1 aor. p. ἐδεήθην.
δέρω, 1 aor. a. ἔδειρα, 2 fut. p. δαρήσομαι.
δέχομαι, fut. δέξομαι, pf. δέδεγμαι, 1 aor. m. ἐδεξάμην, p. -εδέχθην.
δέω, fut. δήσω, pf. δέδεκα, δέδεμαι, 1 aor. a. ἔδησα, p. ἐδέθην.
διακονέω, impf. διηκόνουν, fut. διακονήσω, 1 aor. διηκόνησα, p. (inf.) διακονηθῆναι.
διδάσκω, fut. διδάξω, 1 aor. a. ἐδίδαξα, p. ἐδιδάχθην.
δίδωμι (όω ; Bl, § 23, 3, 4 ; M, Pr., 55, 196), fut. δώσω, pf. δέδωκα, δέδομαι, 2 aor. a. (pl.) ἔδομεν, m. ἰδόμην, 1 aor. a. ἔδωκα (subjc. 3 s. δώσῃ), p. ἐδόθην, 1 fut. p. δοθήσομαι.
δοκέω (-ῶ), 1 aor. a. ἔδοξα.
δραμεῖν, v.s. τρέχω.
δύναμαι, fut. δυνήσομαι, 1 aor. p. ἐδυνήθην, ἠδυνάσθην (Bl, § 24).
δύνω (δύω; Bl, § 24), pf. -δέδυμαι, 2 aor. ἔδυν, 1 aor. ἔδυσα m. -εδυσάμην.
ἐάξω (fut.), etc., v.s. ἄγνυμι.
ἐάω, fut. ἐάσω, 1 aor. εἴασα, impf. εἴων.
ἐγγίζω, fut. ἐγγίσω ([Ja 4:8] A), -ιῶ, pf. ἤγγικα, 1 aor. a. ἤγγισα.
ἐγείρω, fut. ἐγερῶ, pf. ἐγήγερμαι, 1 aor. a. ἤγειρα. p. ἠγέρθην, 1 fut. p. ἐγερθήσομαι, impf. unaugmented διεγείρετο, [Jo 6:18].
ἐδαφίζω, fut. ἐδαφιῶ.
ἐθίζω, pf. εἴθισμαι.
ἔθω, pf. εἴωθα, q.v.
εἶδον, v.s. ὁράω.
εἰμί (to be), fut. ἕσομαι, impf. ἤμην (cl. ἦν), imperat. ἴσθι, pl. ἕστε, 3 pers. ἔστω (ἤτω), pl. ἔστωσαν, subjc. pres. ὦ, optat. εἴην, inf. εἶναι, ἔσεσθαι, ptcp. ὤν,
ἐσόμενος.
εἷμι (to go ; in NT, compound only), pres. 3 pl. -ἴασι(ν), impf. -ᾔειν, pl. -ᾔεσαν, inf. -ἰέναι, ptcp. -ἰών.
εἶπον (2 aor.), εἴρηκα, etc., v.s. λέγω
ἐλαύνω, pf. pres. obsolete), -ἡλασα. pl. ela>6ecrav.
ἑλεῖν, v.s. αἱρέω.
ἐλήλυθα (pf.), ἐλθεῖν (2 aor.), v.s. ἔρχομαι.
ἑλκόω, pf. εἵλκωμαι.
ἑλκύω (ἕλκω), fut. ἑλκύσω, 1 aor. εἵλκυσα, impf εἵλκον.
ἐλλογάω (-έω), impf. p. unaugmented.
ἐλπίζω, fut. ἐλπιῶ, pf. ἤλπικα, 1 aor. a. ἤλπισα.
ἐμέω, 1 aor. ἤμεσα.
ἐνεγκεῖν, v.s. φέρω.
ἕννυμι, v.s. ἀμφιέννυμι.
ἔοικα (pf.; pres. obsolete).
-ἕπομαι, impf. -εἱπόμην.
ἐργάζομαι, pf. εἴργασμαι, 1 aor. p. -εἰργάσθην, m. ἠργασάμην (εἰργ-).
ἑρμηνεύω, not augmented.
ἔρχομαι, fut. ἐλεύσομαι, pf. ἐλήλυθα, 2 aor. ἦλθον (α form, 1 pl., -αμεν ; inf. ἐλθεῖν), (M, Pr., 154; Bl., §24, s.v.).
ἐρῶ (fut.), v.s. λέγω.
ἐσθίω (ἔσθω ; Bl., § 24, s.v. ; M, Pr., 54, 111, 155), fut. φάγομαι (2 sing, -εσαι in NT), 2 aor. ἔφαγον.
εὐαγγελίζω, augmented εὐηγ-.
εὐαρεστέω, pf. εὐαρέστηκα (εὐηρ-), 1 aor. inf. εὐαρεστῆσαι.
εὐδοκέω, 1 aor. εὐδόκησα (ηὐ-).
εὑρίσκω, fut. εὑρήσω, pf. εὕρηκα, 2 aor. εὗρον (and -α, v.s. αἱρέω), m. εὑρόμην, 1 aor. p. εὑρέθην (ptcp. εὑράμενος, [He 9:12]; M, Pr., 51n), 1 fut. p. εὑρεσθήσομαι.
ἐφίστημι (v.s. ἵστημι), 3 sing. m. ἐπίστατει
ἐφοράω (v.s. ὁράω), 2 aor. imperat. ἔφιδε.
ἔχω, fut. ἕξω, pf. ἔσχηκα, 2 aor. ἔσχον (inf. σχεῖν), impf. εἶχον (α forms in pl.).
ζάω (Bl., § 24, 8.V. ; M, Pr., 54), fut. ζήσω (-ομαι), impf. ἔτην, 1 aor. ἔζησα.
ζέω, does not contract, -έω, -εο-.
ζωγρέω, pf. ἐζώγρημαι.
ζώννυμι (-ύω), fut. ζώσω, pf. p. -ἔζωσμαι, 1 aor. -έζώσα, m. ἐζωσάμην.
ἡττάω (ἤσσάω ; BL, § 24, S.V.), pf. ἥττημαι, 1 aor. p. ἡσσωθην.
θάπτω, 1 aor. ἔθαψα, 2 aor. p. ἐτάφην.
θέλω (cl. also ἐθέλω), fut. θελήσω, 1 aor. a. ἠθέλησα, impf. ἤθελον
θήσω, v.S. τίθημι.
θιγγάνω, 2 aor. ἔθιγον.
θλάω, 1 fut. p. -θλασθήσομαι.
-θνήσκω (θνῄσκω), fut. -θανοῦμαι, pf. τέθνηκα, 2 aor. -ἕθανον.
θραύω, pf. τέθραυσμαι.
θρέψω, etc., V.s. τρέφω.
θύω, pf. τέθυμαι, 1 aor. ἔθυσα, p. ἐτύθην.
ἰδεῖν, V.S. ὁράω.
ἰέναι, V.S. εἰμι.
-ἴημι (cf. ἀφίημι), fut. -ἤσω, pf. -ἕωμαι (ptcp. -εἱμένος), 2 aor. inf. εἶναι, 1 aor. a.
-ἤκα, p. -ἕθην, 1 fut. p. -ἑθήσομαι
-ἱκνέομαι, 2 aor. -ἱκόμεν.
ἱλάσκομαι, 1 aor. p. ἱλάσθην.
-ἵστημι (-άνω, -άω), fut. στήσω, -ομαι, pf. ἕστηκα (inf ιτάναι, ἑστακέναι, ptcp.
-ἑστώς, -ἑστηκώς), plpf. ἱστήκειν (also εἱσ-, ἑσ-), 1 aor. a. ἔστησα, p. ἐστάθην,
1 fut. p. σταθήσομαιι
καθαίρω, 1 aor. a. ἐκάθαρα, pf. p. κεκάθαρμαι.
καθαρίζω (-ερίζω), fut. καθαριῶ, pf. κεκαθάρισμαι, 1 aor. a. ἐκαθάρισα, p. ἐκαθαρίσθην.
καθέζομαι, augmented ἐκ-, as if not a compound.
καίω, fut. καύσω, pf. κέκαυμαι, 2 aor. p. -ἐκάην, 1 aor. ἔκαυσα, p. ἐκαύθην, 1 fut. p.καυθήσομαι, 2 fut. p. -καήσομαι.
καλέω, fut. καλέσω, pf. κέκληκα, -μαι, 1 aor. a. ἐκάλεσα, p. ἐκλήθην, 1 fut. p. κληθήσομαι.
κάμνω, 2 aor. ἔκαμον.
κεῖμαι, impf. ἐκείμην, inf. κεῖσθαι, ptcp. κείμενος.
κείρω, 1 aor. ἔκειρα, m. ἐκειράμην.
-κέλλω, 1 aor. -ἕκειλαι
κεράννυμι, pf. κεκέρασμαι, κέκραμαι, 1 aor. a. ἐκέρασα.
κερδαίνω, fut. κερδανῶ, κερδήσω, 1 aor. a. ἐκέρδανα, ἐκέρδησα, 1 fut. p. κερδηθήσομαι.
κίχρημι (cf. χράω), 1 aor. ἔχρησα.
κλαίω, fut. κλαύσω, 1 aor. ἔκλαυσα.
κλάω, 1 aor. a. ἔκλασα, p. ἐκλάσθην.
κλείω, fut. κλείσω, pf. κέκλεισμαι, 1 aor. -ἔκλεισα, p. .ἐκλείσθην.
κλίνω, fut. κλινῶ, pf. κέκλικα, 1 aor. a. ἔκλινα, p. ἐκλίθην, 1 fut. p. κλιθἤσομαιι
κομίζω, fut. κομίσομαι, -ιοῦμαι, 1 aor. ἐκόμισα, m. ἐκομισάμην.
κύπτω, fut. κόψω, 2 aor. -ἐκόπην, 1 aor. ἔκοψα, 2 fut. p. κοπήσομαι.
κορέννυμι, pf. κεκόρεσμαι, 1 aor. p. ἐκορέσθην.
κράζω, fut. κράξω, κεκράξομαι, pf. κέκραγα, 2 aor. ἔκραγον, 1 aor. a. ἔκραξα, ἐκἔκραξα.
κρεμαννυμι (κρέμαμαι, and once impf. ἐκρέμετο from -ομαι), 1 aor. a. ἐκρέμασα, p. ἐκρεμάσθην.
κρίνω, fut. Κρινῶ, pf. κέκρικα, -μαι, 1 aor. a. ἔκρινα, p. ἐκρίθην, m. ἐκρινάμην, 1 fut. p. κριθήσομαι.
κρύπτω, fut. κρύψω, pf. κέκρυμμαι, 2 aor. ἔκρυβον, p. ἐκρύβην, 1 aor. ἔκρυψα.
-κτείνω (-κτέννω, -ννυμι), f. -κτενῶ, 1 aor. a. -ἕκτεινα, p. -ἐκτάνθην.
κτίζω, א. ἔκτισμαι, 1 aor. a. ἔκτισα, p. ἐκτίσθην.
-κυέω (κύω), 1 aor. a. -ἐκύησαι
-κυλίω, fut. -κυλίσω, pf. -κεκύλισμαι, 1 aor. -ἐκύλισα.
λαγχάνω, 2 aor. ἔλαχον.
λαμβάνω, fut. λήμψομαι (cl. λήψ-), pf. εἴληφα, p. εἴλημμαι, 2 aor. ἔλαβον (2 pl.
ἐλάβατε), p. ἐλαβόμην, 1 aor. p. ἐλήμφθην (cl. ἐλἤφ-), 1 fut. p. -λημφθῆσομαι
(cl. ληφ-).
λανθάνω, pf. -λἑλησμαι, 2 aor. ἔλαθον.
λάσκω (or λακέω), 1 aor. ἐλάκησα.
λέγω (to say), fut. ἐρῶ (cf. Bl., § 24), pf. εἴρηκα, 2 aor. εἶπον, 1 aor. m. -ελεξάμην, p. -ελέχθην.
λέγω (to gather, in NT only in comp.), fut. -λέξω, pf. λέλεγμαι, 1 aor. -ἔλεξα, m. -ἑλεξάμηνε
λείπω (λιμπάνω), fut. λεί ὤ, pf. λέλειμμαι, λέλιμμαι, 2 aor. -ἔλιπον, 1 aor. ἔλειψα, p. ἐλείφθην.
λούω, pf. λέλουμαι, λἑλο'ισμαι, 1 aor. a. ἔλουσα, m. ἐλουσάμην.
μακαρίζω, fut. μακαριῶ.
μανθάνω, pf. μεμάθηκα, 2 aor. ἔμαθον.
μαραίνω, 1 fut. p. μαρανθήσομαι.
μαρτύρομαι, 1 aor. m. ἐμαρτυράμην.
μεθύω (-ύσκομαι), 1 aor. p. ἐμεθύσθην.
μέλλω, fut. μελλήσω, impf. ἔμελλον (ἤμ-).
μέλω, fut. -μελήσομαι, 1 aor. p. -ἐμελήθην, 1 fut. p. -μεληθήσομαι.
μένω, fut. μενῶ, pf. μεμένηκα, 1 aor. ἔμεινα.
μιαίνω, pf. μεμίαμμαι (cl. usually -ασμαι), 1 aor. p. ἐμιάνθην.
-μίγνυμι, pf. μέμιγμαι, 1 aor. a. ἔμιξα.
μιμνήσκω, fut. -μνήσω, pf. μέμνημαι, 1 aor. a. -ἔμνησα, p. ἐμνήσθην, 1 fut. p.
μνησθήσομαι.
μνηστεύω, pf. ἐμνήστευμαι (v.l. μερ- ; BL, § 15, 6), 1 aor. p. ἐμνηστεύθην.
μωραίνω, 1 aor. ἐμώρανα, p. ἐμωράνθην.
-νέμω, 1 aor. p. -ἐνεμήθην.
νυστάζω, 1 aor. a. ἐνύσταξα.
ξηραίνω, pf. ἐξήραμμαι, 1 aor. a. ἐξήρανα, p. ἐξηράνθην.
ξυράω (cl. -έω), fut. ξυρήσομαι, pf. ἐξύρημαι.
-οἴγω, V.8. ἀνοίγω, an irregular compound.
οἷδα (pf. ; pres. obsolete), alternative form of 2nd pers. pl. ἴστε (cl.) and of 3rd pi. ἴσασι(ν), fut. εἰδήσω, plpf. ᾔδειν, imperat. ἴσθι, ἴστω, ἴστε, ἴστωσαν, subjc. εἰδῶ, inf. εἰδέναι, ptcp. εἰδώς.
οἰκτείρω, fut. οἰκτειρήσω.
οἴομαι, contr. οἶμαι.
οἴσω, v.s. φέρω.
οἴχομαι, pf. -ᾤχημαι.
ὀκέλλω, 1 aor. -ὤκειλα.
-ὁλλυμι (-ύω), fut. -ὀλέσω, ὁλῶ, οὑμαὶ, pf. -ὄλωλα, 2 aor. -ὠλόμην, 1 aor. a. -ὤλεσα.
ὄμνυμι (-ύω), 1 aor. ὤμοσα.
ὀνίνημι, 2 aor. (α form ; v.s. αἱρέω), ὠνάμην (opt. ὀναίμην).
ὁράω (Bl., § 24), fut. ὄψομαι, pf. ἑώρακα (ἑόρ-), 2 aor. εἶδον (ἴδον in Re; inf. ἰδεῖν), impf. ἑώρων (but cf. προορώμην), 1 aor. m. ὠψάμην, p. ὤφθην, 1 fut. p. ὀφθήσομαι.
ὁρίζω, fut. ὁριῶ, -ὁρίσω, pf. ὥρισμαι, 1 aor. a. ὥρισα, p. ὡρίσθην.
ὀρύσσω, 2 aor. -ὠρύγην, 1 aor. a. ὤρυξα, p. -ὠρύχθην.
ὀφείλω, 2 aor. ὄφελον (used as a particle ; cl. ὤφ-), 1 aor. ὤφειλα.
παίζω, fut. -παίξω, 1 aor. -ἔπαιξα, p. -ἐπαίχθην, 1 fut. p. -παιχθήσομαἶ
πάσχω, pf- πέπονθα, 2 aor. ἔπαθον.
παύω, fut. -παύσω, παύσομαι, pf. πέπαυμαι, 1 aor. a. ἔπαυσα, m. ἐπαυσάμην, 2 fut. p. -παήσομαι.
πείθω, fut. πείσω, pf. πέποιθα, πέπεισμαι, 1 aor. ἔπεισα, p. ἐπείσθην, 1 fut. p. πεισθήσομαι.
πεινάω, fut. πεινάσω, 1 aor. ἐπείνασα.
πήγνυμι, 1 aor. a. ἔπηξα.
πικραίνω, int. πικρανῶ, 1 aor. ἐπίκρανα, p. ἐπικράνθην.
-πίμπλημι, pf. πέπλησμαι, 1 aor. a. ἔπλησα, p. ἐπλήσθην, 1 fut. p. πλησθήσομαι
πίμπρημι (πίπρημι, πρήθω), 1 aor. -ἔπρησα.
πίνω, fut. πίομαι, pf. πέπωκα, 2 aor. ἔπιον (inf. πιεῖν, πεῖν ; Bl., § 6, 5), 1 aor. p. ἐπόθην.
πιπράσκω, pf. πέπρακα, -αμαι, 1 aor. p. ἐπράθην.
πίπτω, fut. πεσοῦμαι, pf. πέπτωκα, 2 aor. ἔπεσον (on α forms, V.S. αἱρέω).
πλάσσω, 1 aor. a. ἔπλασα, p. ἐπλάσθην.
πλατύνω, pf. πεπλάτυμμαι, 1 aor. p. ἐπλατύνθην.
πλέκω, 2 aor. p. -ἐπλάκην, 1 aor. ἔπλεξα.
πλέω (does not contract ἑο or ἔω), 1 aor. ἔπλευσα.
-πλήσσω, 2 aor. p. ἐπλήγην (in comp. ἐξ-επλάγην), 1 aor. a. ωἕπληξω
πνέω (does not contract ἑο, ἔω, ἔη), 1 aor. ἔπνευσα.
πνίγω, 2 aor. p. -ἐπνίγην, 1 aor. ἔπνιξα.
πρίω (πρίζω), 1 aor. p. ἐπρίσθην.
πυνθάνομαι, 2 aor. ἐπυθόμην.
-ῥαίνω, pf. -ῥέραμμαι.
ῥαντίζω, pf. ῥεράντισμαι (v.l. ἐρρ- ; Bl., § 15, 6), 1 aor. a. ἐρράντισα (ἐραν-).
ῥέω, fut. ῥεύσω, 2 aor. p. ἐρρύην (ἐρυ-).
ῥηθείς, v.s. λέγω.
ῥήσσω (ῥήγνυμι ; Bl. §24), fut. ῥήξω, 1 aor. ἔρηξα (ἔρρ-).
ῥίπτω (-έω), pf. p. ἔρριμαι (i'p-), 1 aor. ἔριψα.
ῥύομαι, fut. ῥύσομαι, 1 aor. m. ἐρυσάμην (ἐρρ-), p. ἐρύσθην (ἐρρ-).
ῥώννυμι, pf. ἔρρωμαι (in imper. ἔρρωσο, farewell).
σβέννυμι (-ύω), fut. σβέσω, 1 aor. a. ἔσβεσα.
σείω, fut. σείσω, 1 aor. a. ἔσεισα, p. ἐσείσθην.
σήπω, 2 pf. σέσηπαι
σκύλλω, pf. ἔσκυλμαι.
σπάω, fut. -σπάσω, pf. -ἔσπασμαι, 1 aor. a. -ἶσπασα, m. ἐσπασάμην, p. -ἐσπάσθην.
σπείρω, pf. ἔσπαρμαι, 2 aor. p. ἐσπάρην, 1 aor. ἔσπειρα.
-στἑλλω, fut. -στελῶ, pf. -ἔσταλκα, -μαι, 2 aor. p. -ἐστάλην, 1 aor. ἔστειλα,
στήκω, impf. ἔστηκον (late pre.s. and impf. = ἵστημι).
στηρίζω, fut. στηρίξω, -ίσω, pf. ἐστήριγμαι, 1 aor. a. ἐστήριξα (-ισα), p. ἐστηρίχθην.
στρέφω, fut. -στρέψω, pf. ἔστραμμαι (-εμμαι), 2 aor. ἐστράφην, 1 aor. ἔστρεψα, 2 fut. p. -στραφήσομαι.
στρώννυμι (-ύω), pf. ἔστρωμαι, 1 aor. a. ἔστρωσα, p. -ἐστρώθην.
σφάζω, fut. σφάξω, pf. ἔσφαγμαι, 2 aor. ἐσφάγην, 1 aor. ἔσφαξα.
σώζω (σώζω ; Bl., § 3, 3), fut. σώσω, pf. σέσωκα, -σμαι, 1 aor. a. ἔσωσα, p.
ἐσώθην, 1 fut. p. σωθήσομαι.
τάσσω, fut. -τάξομαι, pf. τέταχα, -γμαι, 2 aor. -ἐτάγην, 1 aor. a. ἔταξα, p. ἐτάχθην, m. ἐταξάμην, 2 fut. p. ταγήσομαι.
τείνω, fut. τενῶ, 1 aor. -ἔτεινα.
τελέω, fut. τελέσω, pf. τετέλεκα, -εσμαι, 1 aor. a. ἐτέλεσα, p. ἐτελέσθην, 1 fut. p.
τελεσθήσομαι.
τέλλω, fut. τελοῦμαι, pf. τέταλκα, -μαι, 1 aor. a. -ἕτειλα, in. -σ̓ειλάμην.
τέμνω, pf. τέτμημαι, 2 aor. -ἔτεμον, 1 aor. p. -ἐτμήθην.
τήκω, 2 fut. p. τακήσομαι.
τίθημι (-έω), fut. θήσω, pf. τέθεικα, -μαι, 2 aor. m. ἐθέμην, 1 aor. a. ἔθηκα, p. ἐτέθην, 1 fut. p. τεθήσομαι,
τίκτω, fut. τέξομαι, 2 aor. ἔτεκον, 1 aor. p. ἐτέχθην.
τίνω, fut. τίσω.
τρέπω, pf. τέτραμμαι, 2 aor. p. -ἐτράπην, 1 aor. a. -ἔτρεψα, m. ἐτρεψάμην, 2 fut. p. τραπήσομαι.
τρέφω (root θρεφ), pf. τέθραμμαι, 2 aor. -ἐτράφην, 1 aor. a. ἔθρεψα, m. -ἐθρεψάμηνι
τρέχω, 2 aor. ἔδραμον,
τρίβω, fut. τρίψω, pf. τέτριμμαι, 1 aor. -ἔτριψα, 2 fut. p. -τριβήσομαι.
τυγχάνω, pf. τέτυχα (-ευχα), 2 aor. ἔτυχον.
φαγεῖν, V.s. ἐσθίω.
φαίνω, fut. φανοῦμαι, 2 aor. p. ἐφάνην, 1 aor. ἔφανα, 2 fut. p. φανήσομαι.
φαύσκω (φώσκω), fut. -φαύσω.
φέρω (defective ; M, Pr., 1, 10), fut. οἴσω, pf. -ἐνήνοχα, 2 aor. ἤνεγκον (inf. ἐνεγκεῖν), 1 aor. a. ἤνεγκα, p. ἠνέχθην.
φεύγω, fut. φεύξομαι, pf. πέφευγα, 2 aor. ἔφυγον.
φημί, impf. ἔφην.
φθάνω, pf. ἔφθακα, 1 aor. a. ἔφθασα.
φθείρω, fut. φθερῶ, pf. -ἔφθαρμαι, 2 aor. ἐφθάρην, 1 aor. a. ἔφθειρα, 2 fut. p.
φθαρήσομαι.
φορέω, fut. φορέσω, 1 aor. ἔφορεσα.
φράσσω, 2 aor. p. ἐφράγην, 1 aor. ἔφραξα, 2 fut. p. φραγήσομαι.
φύω, 2 aor. p. ἐφύην.
φώσκω, v.s. φαύσκω.
φωτίζω, fut. φωτίσω (-ιῶ), pf. πεφώτισμαι, 1 aor. a. ἐφώτισα, p. ἐφωτίσθην.
χαίρω, 2 aor. ἐχάρην, 2 fut. p. χαρήσομαι.
χαλάω, fut. χαλάσω, 1 aor. a. ἐχάλασα, p. ἐχαλάσθην.
-χέω (-χύννω, -χύνω), fut. -χεῶ, pf- -κέχυμαι, 1 aor. a. -ἔχεα, p. -ἐχύθην, 1 fut. p. -χύθήσομαι.
-χυθήσομαι.
χράομαι (-ήομαι(, pf. κέχρημαι, 1 aor. m. ἐχρησάμην.
χράω, v.s. κίχρημι,
χρίω, fut. χρίσω, 1 aor. a. ἔχρισα, III. ἐχρισάμην.
χρονίζω, fut. χρονιῶ (v.l. -ίσω).
ψάλλω, fut. ψαλῶ.
-ψύχω, 1 aor. -ἔψυξα, 2 fut. p. ψυγήσομαι.
-ὠθέω, 1 aor. a. -ὦσα (-ἔωσα), 1 aor. m. -ὠσάμην.
ὠνέομαι, aor. ὠνησάμην (Attic ἐπριάμην).
APPENDIX B
ALPHABETICAL LIST OF VERBAL FORMS
(The list includes only such forms as might reasonably cause the beginner some difficulty. Where several such forms belonging to the same verb occur, a selection only is given. The others will be recognized by their similarity to those in the list and can be found in Appendix A. Those which can be traced by the cross references in the previous list and in the body of the Lexicon are, as a rule, omitted here. The present tense, enclosed in brackets, is that to which, in the Lexicon, a given form belongs.)
ἀγάγετε (ἄγω), 2 aor. impv. a.
ἀγάγῃ (id.), 2 aor. subjc. a.
ἁγνίσθητι (ἁγνίζω), 1 aor. impv. p.
αἴσθωνται (αἰσθάνομαι), 2 aor. subjc.
αἰτείτω (αἰτέω), pres. impv.
ἀκήκοα (ἀκούω), 2 pf. a.
ἀλλαγήσομαι (ἀλλάσσω), 2 fut. p.
ἀλλάξαι (id.), 1 aor. inf. a.
ἁμαρτήσῃ (ἁμαρτάνω), 1 aor. subjc. a.
ἀμησάντων (ἀμάω), 1 aor. ptcp. a., gen. pl.
ἀνάβα, -ηθι (ἀναβαίνω), 2 aor. impv.
ἀναβέβηκα (id.), pf. a.
ἀναγαγεῖν (ἀνάγω), 2 aor. inf. a.
ἀναγνούς (ἀναγινώσΚω), 2 aor. ptcp. a.
ἀναγνῶναι (id.), 2 aor. inf. a.
ἀναγνωσθῇ (id.), 1 aor. subjc. p.
ἀνακεκύλισται (ἀνακυλίω), pf. p.
ἀναλοῖ (ἀναλίσκω), pres. ind. a.
ἀναλωθῆτε (id.), 1 aor. subjc. p.
ἀναμνήσω (ἀναμιμνήσκω), fut.
ἀναπαήσομαι (ἀναπαύω), fut. m.
ἀνάπεσαι (ἀναπίπτω), 1 aor. impv. m.
ἀνάπεσε (id.), 2 aor. impv. a.
ἀνάστα, -οηηθι (ἀνίστημι), 2 aor. impv. a.
ἀνατεθραμμένος (ἀνατρέφω), pf. ptcp. p.
ἀνατεἱλῃ (ἀνατέλλω), 1 aor. subjc. a,
ἀνατέταλκεν (id.), pf. a.
ἀναφάναντες (ἀναφαίνω), 1 aor. ptcp. a.
ἀναφανέντες (id.), 2 aor. ptcp. p.
ἀναχθέντες (ἀνάγω), 1 aor. ptcp. p.
ἀνάψαντες (ἀνάπτω), 1 aor. ptcp. a.
ἀνέγνωτε (ἀναγινώσκω), 2 aor. a.
ἀνεθάλετε (ἀναθάλλω), 2 aor. a.
ἀνεθέμην (ἀνατίθημι), 2 aor. m.
ἀνέθη (ἀνίημι), 1 aor. p.
ἀνεθρέψατο (ἀνατέφω), 1 aor. m.
ἀνείλατο (ἀναιρέω);2 aor. m.
ἀνείλατε, -εῖλαν (id.), 2 aor. a. (v.s.
αἱρέω, App. A).
ἀνειχόμην (ἀνέω), impf. m.
ἀνελεῖ (ἀναιρέω), fut. a.
ἀνελεῖν (id.), 2 aor. inf. a.
ἀνενέγκαι (ἀναφέρω), 1 aor. inf. a.
ἀνενεγκεῖν (id.), 2 aor. inf. a.
ἀνέντες (ἀνίημι), 2 aor. inf. a.
ἀνέξομαι (ἀνέχω), aor. ptcp. a.
ἀνέπεσεν (ἀναπίπτω), m.
ἀνέσεισα (ἀνασείω) 1 aor. a.
ἀνεστράφημεν (ἀναστρέφω),
ἀνεσχόμην (ἀνέχω), 2 aor. m. aor. p.
ἀνέτειλα (ἀνατέλλω), 2 aor. m.
ἀνετράφη (ἀνατρέφω), aor. a.
ἀνεῦραν (ἀνευρίσκω), 2 aor. p.
ἀνέῳγα (ἀνοίγω), 2 aor. a.
ἀνήγαγον (ἀνάγω), pf. a.
ἀνέῳξα (id.), 1 aor. a.
ἀνεῳχθῆναι (id.), 1 aor. inf. p.
ἀνενέγκαι (ἀναφέρω), aor. a.
ἀνήγγειλα (ἀναγγέλλω), 1 aor. a.
ἀνήνεγκεν (id.), 2 aor. p.
ἀνήνεγκεν (ἀναφέρω), 1 (2) aor. act.
ἀνιηρέθην (ἀναιρέω), 1 aor. p.
ἀνήφθη (ἀνάπτω), 1 aor. p.
ἀνήχθην (ἀνάγω), 1 aor. p.
ἀνθέξεται (ἀντέχω), fut. m.
ἀνθέστηκε (ἀνθίστημι), pf. ind. a.
ἀνθίστανται (id.), pres. m.
ἀνιέντες (ἀνίημι), pres. ptcp. a.
ἀνοιγήσεται (ἀνοίγω), 2 fut. p.
ἀνοιγῶσιν (id.), 2 aor. subjc. p.
ἀνοῖξαι (id.), 1 aor. int. a.
ἀνοίσω (ἀναφέρω), fut. a.
ἀνοιχθήσεται (ἀνοίγω), 1 fut. p.
ἀνταποδοῦναι (ἀνταποδίδωμι), 2 aor. inf. a.
ἀνταποδώσω (id.), fut. a.
ἀντέστην (ἀνθίστημι), 2 aor. a.
ἀντιστῆναι (id.), 2 aor. inf. a.
ἀνῶ (ἀνίημι), 2 aor. subjc. a.
ἀπαλλάξῃ (ἀπαλλάσσω), 1 aor. subjc. a.
ἀπαρθῇ (ἀπαίρω), 1 aor. subjc. p.
ἀπαρνησάσθω (ἀπαρνέομαι), 1 aor. impv. m.
ἀπαρνήσῃ (id.), fut. 2 s.
ἀπατάτω (ἀπατάω), pres. impv. act.
ἀπατηθεῖσα (id.), 1 aor. ptcp. p.
ἀπέβησαν (ἀποβαίνω). 2 aor. a.
ἀπέδειξεν (ἀποδείκνυμι) , 1 aor. a.
ἀπέδετο (ἀποδίδωμι), 2 aor. m.
ἀπεδίδουν (id.), iuij.f. a.
ἀπέδοτο, -δοσθε (id.), 2 aor. m.
ἀπέδωκεν (id.), 1 aor. a.
ἀπέθανεν (ἀποθνήσκω), 2 aor. a.
ἀπειπάμεθα (ἀπεῖπον), 1 aor. m.
ἀπεῖχον (ἀπέχω), impf. a.
ἀπεκατεστάθην (ἀποκαθίστημι), 1 aor. p.
απεκατέστην (id.), 2 aor. a.
ἀπεκρίθην (ἀποκρίνω), 1 aor. p.
ἀπεκτάνθην (ἀποκτείνω), 1 aor. p.
ἀπεληλύθεισαν (ἀπέρχομαι), plpf.
ἀπελθών (id.), 2 aor. ptcp. a.
ἀπενεγκεῖν (ἀποφέρω), 2 aor. inf. a.
ἀπενεχθῆναι (id.), 1 aor. inf. p.
ἀπεπνίγη (ἀποπνίγω), 2 aor. p.
ἀπέπνιξαν (id.), 1 aor. a.
ἀπεστάλην (ἀποστέλλω), 2 aor. p.
ἀπέσταλκα (id.), pf. a.
ἀπέστειλα (id.), 1 aor. a.
ἀπέστη, -ησαν (ἀφίστημι), 2 aor. a.
ἀπεστράφησαν (ἀποστρέφω), 2 aor. p.
ἀπετάξατο (ἀποτάσσω), 1 aor. m.
ἀπῄεσαν (ἄπειμι), impf.
ἀπήλασεν (ἀπελαύνω), 1 aor. a.
ἀπηλγηκότες (ἀπαλγέω), pf. ptcp. a.
ἀπῆλθαν (ἀπέρχομαι), 2 aor. a.
ἀπηλλάχθαι (ἀπαλλάσσω), pf. inf. p.
ἀπηρνησάμην (ἀπαρνέομαι), 1 aor.
ἀπηρνησάμην (ἀπασπάζομαι), 1 aor.
ἀποβάντες (ἀποβαίνω), 2 aor. ptcp. a.
ἀποβήσεται (id.), fut. 3 s.
ἀποδεδειγμένον (ἀποδείκνυμι), pf. ptcp., P-
ἀποδεικνύντα (id.), pres. ptcp. a.
ἀποδεῖξαι (id.), 1 aor. inf. a.
ἀποδιδόναι (ἀποδίδωμι), pres. inf. a.
ἀποδιδοῦν (id.), pr. ptcp. a. neut. a.
ἀποδοθῆναι (id.), 1 aor. inf. p.
ἀποδοῖ (id.), v.s. -δῶ.
ἀπόδος, -δοτε (id.), 2́ aor. impv. a.
ἀποδοῦναι, -δούς (id.), 2 aor, inf. (ptcp.) a.
ἀποδῷ (id.), 2 aor. subjc. a. 3 s.
ἀποθανεῖν (ἀποθνήσκω), 2 aor. inf. a.
ἀποκαθιστάνει (ἀποκαθιστάνω), pres. a.
ἀποκατηλλάwε (ἀποκαταλλάσσω) 2 aor. p.
ἀποκατιστάνει = ἀποκαθιστάνει.
ἀποκριθείς (ἀποκρίνω), 1 aor. ptcp. p.
ἀποκτανθείς (ἀποκτείνω), 1 aor. ptcp. p.
ἀποκτέννυντες (ἀποκτείνω), pres. ptcp. a.
ἀποκτενῶ (id.), fut. a.
ἀπολέσαι (ἀπόλλυμι), 1 aor. inf. a.
ἀπολοῦμαι (id.), fut. m.
ἀπολῶ (id.), fut. a.
ἀπόλωλα (id.), 2 pf. a.
ἀπορίψαντας (ἀπορίπτω), 1 aor. ptcp. a.
ἀποσταλῶ (ἀποστέλλω), 2 aor. subjc. p.
ἀποστείλας (id.), 1 aor. ptcp. a.
ἀποστῇν (ἀφίστημι), 2 aor. subjc. a.
ἀπόστητε, -στήτω (id.), 2 aor. impv. a.
ἀποστραφῇς (ἀποστρέφω), 2 aor. subjc.
ἀπόστρεψον (id.), 1 aor. impv. a.
ἀποταξάμενος (ἀποτάσσω), 1 aor. ptcp. m.
ἅπτου (ἅπτω), pres. impv. m.
ἀπώλεσα (ἀπόλλυμι), 1 aor. a.
ἀπωλόμην (ἀπόλλυμι), 2 aor. m.
ἀπωσάμενος (ἀπωθέω), 1 aor. ptcp. m.
ἆραι (αἴρω), 1 aor. inf. a.
ἄρας (id.), 1 aor. ptcp. a.
ἀρέσει (ἀρέσκω), fut. a.
ἄρη (αἴρω), 1 aor. subjc. a.
ἀρθῇ, -θῶσιν (id.), 1 aor. subjc. p.
ἄρθητι (id.), 1 aor. impv. p.
ἀρκέσῃ (ἀρκέω), 1 aor. subjc. a.
ἆρον (αἴρω), 1 aor. impv. a.
ἁρπαγέντα (ἁρπάζω), 2 aor. ptcp. p.
ἁρπαγησόμεθα (id.), 2 fut. p.
ἀρῶ, -ωουσιν (αἴρω), fut. a.
αὐξηθῇ (αὐξάνω), 1 aor. subjc. p.
ἀφέθην (ἀφίημι), 1 aor. p.
ἀφεῖλε, (ἀφαιρέω), 2 aor. a.
ἀφεῖναι (ἀφίημι), 2 adr. inf. a.
ἀφεὶς (id.), pres. ind. a. 2 s.
ἀφείς (id.), 2 aor. ptcp. a.
ἀφελεῖ (ἀφαιρέω), fut. a.
ἀφελεῖν (id.), 2 aor. inf. a.
ἄφες (ἀφίημι), 2 aor. impv. a.
ἀφέωνται (id.), pf. pass.
ἀφῇ (id.), 2 aor. subjc. a.
ἀφῆκα (id.), 1 aor. a.
ἀφίενται and -ονται (id.), pres. p.
ἀφίκετο (ἀικνέομαι), 2 aor.
ἀφίστασο (ἀφίστημι), pres. impv. m.
ἀφίστατο (id.), impf. m.
ἀφοριεῖ, -οῦσιν (ἀφορίζω),
ἀφῶμεν (ἀφίημι), 2 aor. subjc. a.
ἀφωμοιωμένος (ἀφομοιόω), pf. ptcp. pass.
ἀχθῆναι (ἄγω), 1 aor. inf. p.
ἀχθήσεσθε (id.), 1 fut. pass.
ἅψας (ἅπτω), 1 aor. ptcp. a.
ἅψῃ (id.), 1 aor. subjc.
βαλῶ (βάλλω), fut. a.
βάλω, -ῃ (id.), 2 aor. subjc. a.
βαρείσθω (βαρέω), pres. impv. p.
βάψῃ (βάπτω), 1 aor. subjc. a.
βεβαμμένον (id.), pf. ptcp. p.
βέβηκα (βαίνω), pf. a.
βέβληκεν (βάλλω), pf. a.
βέβρωκα (βιβρώσκω), pf. a.
βληθείς (βάλλω), 1 aor. ptcp. p.
βλήθητι (id.), 1 aor. impv. p.
γαμησάτωσαν (γαμέω), 1 aor. impv. a.
γεγένημαι (γίνομαι), pf. pass.
γεγέννημαι (γεννάω), pf. pass.
γέγοναν (γίνομαι), 2 pf. a.
γεγόνει (id.), plpf. a. 3 s.
γενάμενος (id.), 2 aor. ptcp. m.
γενέσθω (id.), 2 aor. impv. 3 s.
γένησθε (id.), 2 aor. subjc. m.
γένωνται (id.), 2 aor. subjc. m.
γήμας (γαμέω), 1 aor. ptcp. a.
γήμῃς (id.), 1 aor. subjc. a.
γνοῖ = γνῷ.
γνούς (γινώσκω), 2 aor. ptcp. a.
γνῶ, γνῷ (id.), 2 aor. subjc. a. 1 and 3 s.
γνῶθι (id.), 2 aor. impv. a.
γνωριοῦσιν (γνωρίζω), fut.
γνωσθῇ (γινώσκω), 1 aor. subjc. p.
γνωσθήσεται (id.), 1 fut. p.
γνώσομαι (id.), fut. a.
γνώτω (id.), 2 aor. impv. a.
δαρήσομαι (δέρω), 2 fut. p.
δέδεκται (δέχομαι), pf.
δεδεκώς (δέω), pf. ptcp. a.
δέδεμαι (id.), pf. p.
δεδιωγμένος (διώκω), pf. ptcp. p.
δέδοται (δίδωμι), pf. p.
δεδώκεισαν (id.), plpf. a.
δέῃ (δέω), pres. subjc.
δεθῆναι (δέω), 1 aor. inf. p.
δείραντες (δέρω), 1 aor. ptcp. a.
δέξαι (δέχομαι), 1 aor. impv.
δέξηται, -ωνται (id.), 1 aor. subjc.
δῆσαι (δέω), 1 aor. inf.
δήσῃ (id.), 1 aor. subjc. 3 s.
διαβάς (διαβαίνω), 2 aor. ptcp. a.
διαβῆναι (id.), 2 aor. inf. a.
διάδος (διαδίδωμι), 2 aor. impv. a.
διακαθᾶραι (διαλλάσσω), 1 aor. inf. a.
διαλλάγηθι (διαλλάσσω), 2 aor. impv. a.
διαμείνῃ (διαμένω), 1 aor. subjc. a.
διαμεμενηκότες (id.), pf. ptcp. a.
διαμένεις (id.), pres. ind. a.
διαμενεῖς (id.), fut. ind. a.
διανοίχθητι (διανοίγω), 1 aor. impv. p.
διαρήξας (διαρήσσω), 1 aor. ptcp. a. (also -ρρ-)-
διασπαρέντες (διασπείρω), 2 aor. ptcp.
διασπασθῇ (διασπάω), 1 aor. subjc. p.
διαστάσης (διίστημι), 2 aor. ptcp. a.
διαστρέψαι (διαστρέφω), 1 aor. inf. a.
διαταγείς (διατάσσω), 2 aor. ptcp. p.
διαταχθέντα (id.), 1 aor. ptcp. p.
διατεταγμένος (id.), pf. ptcp. p.
διατεταχέναι (id.), pf. inf. a.
διδόασιν (δίδωμι), pres. a.
διέβησαν (διαβαίνω), 2 aor. a.
διεγείρετο (διεγείρω), impf. p. (unaugmented).
διεῖλον (διαιρέω), 2 aor. a.
διενέγκῃ (διαφέρω), 1 or 2 aor. subjc. a.
διέρηξεν (διαρήσσω), 1 aor. a. (also -ρρ-).
διερησσετο (id.), impf. p.
διεσάφησαν (διασαφέω), 1 aor. a.
διεσπάρησαν (διασπείρω), 2 aor. p.
διεσπᾶσθαι (διασπάω), pf. inf. p.
διεστειλάμην (διαοτἐλλω), 1 aor. m.
διέστη (διίστημι), 2 aor. a.
διεστραμένος (διαστρέφω), pf. ptcp. p.
διέταξα (διατάσσω), 1 aor. a.
διεφθάρην (διαφθείρω), 2 aor. p.
διεφθαρμένος (id.), pf. ptcp. p.
διηκόνουν (διακονέω), impf. a.
διήνοιγεν (ὃιανοίγω), impf. a.
διήνοιξεν (id.), 1 aor. a.
διηνοίχθησαν (id.), 1 aor. p.
διορυγῆναι (διορύσσω), 2 aor. inf. p.
διορυχθῆναι (id.), 1 aor. inf. p.
διώδευε (διοδεύω), impf. a.
διωξάτω (διώκω), 1 aor. impv. a.
διώξητε (id.), 1 aor. subjc. a.
διωχθήσονται (id.)j 1 fut. p.
δοθεῖσαν (δίδωμι), 1 aor. ptcp. p.
δοθῇ (id.), 1 aor. subjc. p.
δοῖ (id.), 2 aor. subjc. a.
δός, δότε, δότω (id.), 2 aor. impv. a.
δοῦναι (id.), 2 aor. inf. a.
δούς (id.), 2 aor. ptcp. a.
δύνῃ (δύναμαι), pres. ind.
δῷ, δώῃ (δίδωμι), 2 aor. subjc. a.
δῳη (id.), 2 aor. opt. a.
δῶμεν, δῶτε (id.), 2 aor. subjc. a.
δώσῃ, -σωμεν (id.), 1 aor. subjc. a.
ἔβαλαν (βάλλω), 2 aor. a.
ἐβάσκανε (βασκαίνω), 1 aor. a.
ἐβδελυγμένος (βδελύσσω), pf. ptcp. p.
ἐβέβλητο (βάλλω), plpf. p.
ἐβλήθην (id.), 1 aor. p.
ἔγγισαν (ἐγγίζω), 1 aor. a.
ἐγεγόνει (γίνομαι), plpf. a.
ἔγειραι (ἐγείρω), 1 aor. impv. ra.
ἐγεῖραι (id.), 1 aor. inf. a.
ἐγείρου (id.), pres. impv. p.
ἐγενήθην (γίνομαι), 1 aor. p.
ἐγεννήθην (γεννάω), 1 aor. p.
ἐγερεῖ (ἐγείρω), fut. a.
ἐγερθείς (id.), 1 aor. ptcp. p.
ἐγερθήσεται (id.), 1 fut p.
ἐγέρθητι (id), 1 aor. impv. p.
ἔγημι (γαμέω), 1 aor. a.
ἔγνωκαν (γινώσκω), pf. a.
ἐγνωκέναι (id.), pf. inf. a.
ἔγνων (id.), 2 aor. a.
ἐγχρίσαι (ἐγχρίω), 1 aor. impv. m.
ἐγχρῖσαι (id.), 1 aor. inf. a.
ἔγχρισον (id.), 1 aor. impv. a.
ἐδαφιοῦσιν (ἐδαφίζω), fut. a.
ἐδέετο, -εῖτο (δέομαι), impf.
ἐδεήθην (id.), 1 aor.
ἕδει (impers. δεῖ), impf.
ἔδειραν (δέρω), 1 aor. a.
ἔδvσα (δέω), 1 aor. a.
ἐδίωξα (διώκω), 1 aor. a.
ἐδολιοῦσαν (δολιόω), late impf.
ἔδραμον (τρέχω), 2 aor. a.
ἔδυ, ἔδυσεν (δύνω), 2 and 1 aor. a. 3 s.
ἔζησα (ζάω), 1 aor. a.
ἐζῆτε, ἔζων (id.), impf. a.
ἐθέμην (τίθημι), 2 aor. m,
ἔθηκα (id.), 1 aor. a.
ἔθου (id.), 2 aor. m.
ἔθρεψα (τρέφω), 1 aor. a.
εἴα (ἐάω), impf. a.
εἴασα (id.), 1 aor. a.
εἴδα = εἶδον (ὁράω, q.V.), 2 aor.
εἰθισμένον (ἐθίζω), pf. ptcp. p.
εἵλατω (αἱρέω), 2 aor. m.
εἴληπται (λαμβάνω), pf. p.
εἴληφα (id.), pf. a.
εἷλκον (ἕλκω), impf. a.
εἷλκυσε, -αν (ἑλκύω), 1 aor. a.
εἱλκωμένος (ἑλκόω), pf. ptcp. p.
εἴξαμεν (εἴκω), 1 aor. a.
εἰσδραμοῦσα (εἰστρέχω), 2 aor. ptcp. a.
εἰσελήλυθα (εἰσέρχομαι), pf.
εἰσῄει (εἴσειμι), impf.
εἰσίασιν (id.), pres. ind.
εἱστήκεισαν (ἵστημι), plpf. a.
εἶχαν, -οσαν (ἔχω), impf.
εἴων (ἐάω), impf.
ἐκαθάρισεν, -ερ- (καθαρίζω, -ερ-), 1 aor. act.
ἐκαθαρίσθη, -ερ- (id.), 1 aor. p.
ἐκδώσεται (ἐκδίδωμι), fut. m.
ἐκέκραξα, ἔκραξα (κράζω), 1 aor. a.
ἐκέρασα (κεράννυμι), 1 aor. a.
ἐκέρδησα (κεδαίνω), 1 aor. a.
ἐκκαθάρατε (ἐκκαθαίρω), 1 aor. impv.
ἐκκαθάρῃ (id.), 1 aor. subjc. a.
ἐκκεχυμένος (ἐκχέω), pf. ptcp. p.
ἐκκοπήσῃ (ἐκκόπτω), 2 fut. p.
ἔκκοψον (id.), 1 aor. impv. a.
ἔκλασα (κλάω), 1 aor. a.
ἔκλαυσα (κλαίω), 1 aor. a.
ἐκλέλησθε (ἐκλανθάνω), pf. m.
ἐκλήθην (καλέω), 1 aor. p.
ἐκόψασθε (κόπτω), 1 aor. m.
ἐκπλεῦσαι (ἐκπλέω), 1 aor. inf. a.
ἔκραξα (κράζω), 1 aor. a.
ἐκρύβη (κρύπτω), 2 aor. p.
ἐκσῶσαι (ἐκσώζω), 1 aor. inf. δ-
ἐκτενεῖς (ἐκτείνω), fut. a.
ἐκτησάμην (κτάομαι), 1 aor.
ἔκτισται (κτίζω), pf. p.
ἐκτραπῇ (ἐκτρέπω), 2 aor. subjc. p.
ἐκφύῃ (ἐκφύω), pres. or 2 aor. subjc. a.
ἐκχέαι (ἐκχέω), 1 aor. inf. a.
ἐκχέετε (id.), pres. or 2 aor. impv. a.
ἐλάβετε (λαμβάνω), 2 aor. a.
ἐλάκησεν (λάσκω or λακέω), 1 aor. a.
ἔλαχε (λαγχάνω), 2 aor. a.
ἐλέησον (ἐλεέω), 1 aor. impv. a.
ἐλεύσομαι (ἔρχομαι), fut.
ἐληλακότες (ἐλαύνω), pf. ptcp. a.
ἐλήλυθα (ἔρχομαι), pf.
ἑλιθάσθηααν (λιθάζω), 1 aor. p.
ἑλκύσαι (ἑλκύω), 1 aor. inf. a.
ἑλόμενος (αἱρέω), 2 aor. ptcp. m.
ἐλπιοῦσιν (ἐλπίζω), fut. 3 pl.
ἔμαθον (μανθάνω), 2 aor. a.
ἐμασῶντο (μασάομαι), impf.
ἐμβάς (ἐμβαίνω), 2 aor. ptcp. a.
ἐμβάψας (ἐμβάπτω), 1 aor. ptcp. a.
ἐμβῆναι (ἐμβαίνω), 2 aor. inf. a.
ἔμιξε (μίγνυμι), 1 aor. a.
ἐμπεπλησμένος (ἐμπίμπλημι), pf. ptcp. p.
ἐμπλησθῶ (id.), 1 aor. subjc. p.
ἐμώρανα (μωραίνω), 1 aor. a.
ἐνεδυναμοῦτο (ἐνδυναμόω), impf. p.
ἐνεἱλησα (ἐνειλέω), 1 aor. a.
ἐνένευον (ἐννεύω), impf. a.
ἐνέπλησεν (ἐμπίμπλημι), 1 aor. a.
ἐνέπρησε (ἐμπίπρημι, ἐμπρήθω), 1 aor. a.
ἐνέπτυον, -σαν (ἐμπτύω), impf. and 1 aor. a.
ἐνεστηκότα (ἐνίστημι), pf. ptcp. a.
ἐνεστῶτα, -ῶσαν, -ῶτος (id.), pf. ptcp. a.
ἐνετειλάμην (ἐντέλλω), 1 aor. m.
ἐνετύλιξα (ἐντυλίσσω), 1 aor. a.
ἐνεφάνισαν (ἐμφανιζω), 1 aor. a.
ἐνεφύσησεν (εμφυσάω), 1 aor. a.
ἐνεχθείς (φέρω), 1 aor. ptcp. p.
ἐνήργηκα (ἐνεργέω), pf. a.
ἐνκρῖναι (ἐνκρίνω), 1 aor. inf. a.
ἐνοικοῦν (ἐνοικέω), pres. ptcp. a.
ἐντελεῖται (ἐντέλλω), fut. m.
ἐντέταλται (id.), pf. m.
ἐντραπῇ (ἐντρέπω), 2 aor. subjc. p.
ἐντραπήσονται (id.), 2 fut. p.
ἔνυξε (νύσσω), 1 aor. a.
ἐνύσταξαν (νυστάζω), 1 aor. a-
ἐνῴκησεν (ἐνοικέω), 1 aor. a.
ἐξαλειφθῆναι, -λιφ- (ἐξαλείφω), 1 aor. inf. p.
ἐξαναστήσῃ (ἐξανίστημι), 1 aor. subjc. a.
ἐξανέστησαν (id.)., 2 aor. a.
ἐξάρατε (ἐξαίρω), 1 aor. impv. a.
ἐξαρεῖτε (id.), fut. a.
ἐξαρθῇ (id.), 1 aor. subjc. p.
ἐξέδετο (ἐκδίδωμι), 2 aor. m.
ἐξείλατο (ἑξαιέω), 2 aor. m.
ἐξεκαύθησαν (ἐκκαίω), 1 aor. p.
ἐξέκλιναν (ἐκκλίνω), 1 aor. a.
ἐξεκόπης (ἐκκόπτω), 2 aor. p.
ἔξελε (ἐξαιρέω), 2 aor. impr. a.
ἐξελέξω (ἐκλέγω), 1 aor. m. 2 s.
ἐξέληται (ἐξαιρέω), 2 aor. subjc. m.
ἐξενέγκαντες (ἐκφέρω), 1 aor. ptcp. a.
ἐξενεγκεῖν (id.), 2 aor. inf. a.
ἐξένευσεν (ἐκνεύω), 1 aor. a.
ἐξεπέτασα (ἐκπετάννυμι), 1 aor. a.
ἐξεπλάγησαν (ἐκπλήσσω), 2 aor. p.
ἐξέπλει (ἐκπλέω), impf. a.
ἐξεστακέναι (ἐξίστημι), pf. inf. a.
ἐξέστραπται (ἐκστρέφω), pf. p.
ἐξετάσαι (ἐξετάζω), 1 aor. inf. a.
ἐξετράπησαν (ἐκτρέπω), 2 aor. p.
ἐξέχεε (ἐκχέω), 1 aor. a.
ἐξεχύθησαν (id.), 1 aor. p.
ἐξέωσεν = ἐξῶσεν.
ἐξῄεσαν (ἔξειμι), impf.
ἐξηραμμένος (ξηραίνω), pf. ptcp. p.
ἐξήρανα, -ράνθην (id.), 1 aor. a. and p.
εξήρανται (id.), pf. p. 3 s.
ἐξηραύνησα (ἐξεραvνάω), 1 aor. a.
ἐξηρτισμένος (ἐξαρτίζω), pf. ptcp. p.
ἐξήχεται (ἐξηχέω), pf. pass.
ἐξιέναι (ἔξειμι), pres. inf.
ἐξιστάνων (ἐξίστημι, q.v.), pres. ptcp.
ἐξοίσουσι (ἐκφέρω), fut. a.
ἐξῶσαι (ἐξωθέω), 1 aor. inf. a.
ἐξῶσεν (id.), 1 aor. a.
ἑόρακα (ὁράω), pf. a.
ἐπαγαγεῖν (ἐπάγω), 2 aor. inf. a.
ἔπαθεν (πάσχω), 2 aor. a.
ἐπαισχύνθην (ἐπαισχύνομαι), 1 aor.
ἐπαναπαήσεται (ἐπαναπαύω), fut. m.
ἐπάξας (ἐπάγω), 1 aor. ptcp. a.
ἐπάρας (ἐπαίρω), 1 aor. ptcp. a.
ἐπεῖδεν (ἐπεῖδον), 3 s.
ἐπειράσω (πειράζω), 1 aor. m.
ἐπειρᾶτο, -ρῶντο (πειράω), impf. m.
ἔπεισα (πείθω), 1 aor. a.
ἐπείσθησαν (id.), 1 aor. p.
ἐπεῖχεν (ἐπέχω), impf. a.
ἐπέκειλαν (ἐπικέλλω), 1 aor. a.
ἐπεκέκλητο (ἐπικαλέω), plpf. p.
ἐπελάθετο, -οντο (ἐπιλανθάνομαι), 2 aor.
ἐπέλειχον (ἐπιλείχω), impf. a.
ἐπεποίθει (πείθω), 2 plpf. a.
ἔπεσα (πίπτω), 2 aor. a.
ἐπέστησαν (ἐφίστημι), 2 aor. a.
ἐπέσχεν (ἐπέχω), 2 aor. a.
ἐπετίμα (ἐπιτιμάω), impf.
ἐπετράπη (ἐπιτρέπω), 2 aor. p.
ἐπεφάνη (ἐπιφαινω), 2 aor. p.
ἐπέχρισεν (ἐπιχρίω), 1 aor. a.
ἐπηκροῶντο (ἐπακροάομαι), impf.
ἐπῄνεσεν (ἐπαινέω), 1 aor. a.
ἔπηξεν (πήγνυμι), 1 aor. a.
ἐπῆρα (ἐπαίρω), 1 aor. a.
ἐπήρθη (id.), 1 aor. p.
ἐπῆρκεν (id.), pf. a.
ἐπίασα (πιάζω), 1 aor. a.
ἐπιβλέψαι (ἐπιβλέπω), 1 aor. impv. m.
ἐπιβλέψαι (id.), 1 aor. inf. a.
ἔπιδε (ἐπεῖδον), impv.
ἐπίθες (ἐπιτίθημι), 2 aor. impv. a.
ἐπικέκλησαι (ἐπικαλέω), pf. m.
ἐπικέκλητο (id.), plpf. p.
ἐπικληθέντα (ἐπικαλέω), 1 aor. ptcp. p.
ἐπικράνθησαν (πικραίνω), 1 aor. p.
ἐπιλελησμένος (ἐπιλανθάνομαι), pf. ptcp. p.
ἐπιμελήθητι (ἐπιμελέομαι), 1 aor. impv. p.
ἔπιον (πίνω), 2 aor. a.
ἐπιπλήξῃς (ἐπιπλήσσω), 1 aor. subjc. a.
ἐπιποθήσατε (ἐπιποθέω), 1 aor. impv. a.
ἐπιστᾶσα (ἐφίστημι), 2 aor. ptcp. a.
ἐπίσταται (id.), pres. ind. m.
ἐπίσταται (ἐπίσταμαι), pres. ind.
ἐπίστηθι (ἐίστημι), 2 aor. impv. a.
ἐπιστώθης (πιστόω), 1 aor. p.
ἐπιτεθῇ (ἐπιτίθημι), 1 aor. subjc. p.
ἐπιτιθέασι (id.), pres. a.
ἐπιτίθει (id.), pres. impv. a.
ἐπιτιμάσαι (ἐπιτιμάω), 1 aor. opt. a.
ἐπιφᾶναι (ἐπιφαίνω), 1 aor. inf. a.
ἐπλανήθησαν (πλανάω), 1 aor. p.
ἐπλάσθη (πλάσσω), 1 aor. p.
ἐπλήγη (πλήσσω), 2 aor. p.
ἔπλησαν (πίμπλημι), 1 aor. a.
ἐπλήσθη, -θησαν (id.), 1 aor. p.
ἐπλουτήσατε (πλοwέω), 1 aor. a.
ἐπλουτίσθητε (πλουτίζω), 1 aor. p.
ἔπλυναν (πλύνω), 1 aor. a.
ἔπνευσαν (πνέω), 1 aor. a.
ἐπνίγοντο (πνίγω), impf. p.
ἔπνιξαν (id.), 1 aor. a.
ἐπράθη (πιπράσκω), 1 aor. p.
ἔπραξα (πράσσω), 1 aor. a.
ἐπρίσθησαν (πρίζω), 1 aor. p.
ἐπροφήτευσα (προφητεύω), 1 aor. a.
ἔπτυσε (πτύω), 1 aor. a.
ἐράντισεν (ῥαντίζω), 1 aor. a.
ἐράπισαν (ῥαπίζω), 1 aor. a.
ἐρριζωμένοι Θιζόω), pf. ptcp. p.
ἐριμμένοι Θ̔ίπτω), pf. ptcp. p.
ἔρριπται (id.), pf. p.
ἔριψαν (id.), 1 aor. a.
ἔρρωσο, -ωσθε (ῥώννυμι), pf. impv. p.
ἐρύσατο (ῥύομαι), 1 aor. m. (ἐρρ-).
ἐρύσθην (id.), 1 aor. p.
ἐσάλπισε (σαλπίζω), 1 aor. a.
ἔσβεσαν (σβέννυμι), 1 aor. a.
ἐσείσθην (σείω), 1 aor. p.
ἐσήμανεν (σημαίνω), 1 aor. a.
ἐσκυλμένοι (σκύλλω), pf. ptcp. p.
ἐσπαρμένος (σπείρω), pf. ptcp. p.
ἐστάθην (ἵστημι), 1 aor. p.
ἑστάναι (id.), pf. inf. a.
ἑστήκασιν (ἵστημι), pf. a.
ἔστηκεν (στήκω), impf.
ἑστηκώς (ἵστημι), pf. ptcp. a.
ἔστην (id.), 2 aor. a.
ἐστηριγμένος (στηρίζω), pf. ptcp. p.
ἐστήρικται (id.), pf. p.
ἔστησαν (ἵστημι), 1 or 2 aor. 3 pl.
ἐστρωμένον (στρώννυμι), pf. ptcp. p.
ἔστρωσαν (id.), 1 aor. a.
ἔστωσαν (εἰμί), impv.
ἐσφαγμένος (σφάζω), pf. ptcp. p.
ἐσφραγισμένος (σφραγίζω), pf. ptcp. p.
ἔσχηκα (ἔω), pf.
ἐσχηκότα (ἔχω), pf. ptcp. a.
ἔσχον (id.), 2 aor. a.
ἐτάφη (θάπτω), 2 aor. p.
ἐτέθην (τίθημι), 1 aor. p.
ἐτεθνήκει (θνήσκω), plpf. a.
ἔτεκεν (τίκτω), 2 aor. a.
ἐτέχθη (id.), 1 aor. p.
ἐτίθει (τίθημι), impf. a.
ἐτύθη (θύω), 1 aor. p.
εὐαρεWκένaι, εὐηρ- (εὐαρεστέω), pf. inf. a.
εὐξάμην (εὔχομαι), 1 aor.
εὕραμεν, εὗραν (εὑρίσκω), 2 aor. a.
εὑρέθην (id.), 1 aor. p.
εὑρηκέναι (id.), pf. inf. a.
εὐφράνθητι (ν)̓φραίνω), 1 aor. impv. p.
ἔφαγον (ἐσθίω), 2 aor. a.
ἐφαλόμενος (ἐφάλλομαι), 2 aor. ptcp.
ἐφάνην (φαίνω), 2 aor. p.
ἔφασκεν (φάσκω), impf. a.
ἐφείσατο (φείδομαι), 1 aor.
ἐφεστώς (ἐφίστημι), pf. ptcp. a.
ἔφθακα, -σα (φθάνω), pf. and 1 aor. a.
ἐφθάρην (φθείρω), 2 aor. p.
ἐφίλει (φιλέω), impf. a.
ἐφίσταται (ἐφίστημι), pres. m.
ἔφραξαν (φράσσω), 1 aor. a.
ἐφρύαξαν (φρυάσσω), 1 aor. a.
ἔφυγον (φεύγω), 2 aor. a.
ἐχάρην (χαίρω), 2 aor. p.
ἔχρισα (χίω), 1 aor. a.
ἐχρῶντο (χράομαι), impf.
ἐψεύσω (ψεύδομαι), 1 aor. m.
ἑώρακα (ὁράω), pf. a.
ἑωράκει (id.), plpf. a.
ἑώρων (id.), impf. a.
ζβέννυτε = σβ- (σβέννυμι), pres.
ζῶσαι (ζώννυμι), 1 aor. impv. m.
ζώσει (id.), fut. a.
ἠβουλήθην (βούλομαι, q.v.), 1 aor. p.
ἤγαγον (ἄγω), 2 aor. a.
ἠγάπα (ἀγαπάω), impf. a.
ἠγαπηκόσι (ἀγαπάω), pf. ptcp. a.
ἤγγειλαν (ἀγγέλλω), 1 aor. a.
ἤγγικα, -σα (ἐγγίζω), pf. and 1 aor. a.
ἤγειρεν (ἐγείρω), 1 aor. a.
ἠγέρθην (id.), 1 aor. p.
ἤγετο, -οντο (ἄγω), impf. p.
ἥγημαι (ἡγέομαι), pf.
ἡγνικότες (ἁγνίζω), pf. ptcp. a.
ἡγνισμένος (id.), pf. ptcp. p.
ἠγνόουν (ἀγνοέω), impf. a,
ᾔδεισαν (οἶδα), plpf.
ἠδυνήθη, όσθη (δύναμαι), 1 aor.
ἤθελον (θέλω), impf.
ἤκασι (ἥκω), pf. a.
ἠκολουθήκαμεν (ἀκολουθέω), pf. a.
ἥλατο (ἅλλομαι), 1 aor. 3 s.
ἠλάττωσας (ἑλαπὀω), 1 aor. ptcp. a.
ἠλαύνετο (ἐλαύνω), impf. p. 3 s.
ἠλεήθην (ἑλεέω), 1 aor. p.
ἠλεημένος (id.), pf. ptcp. p.
ἠλέησα (id.), 1 aor. a.
ἤλειψα (ἀλείφω), 1 aor. a.
ἦλθον (ἔρχομαι), 2 aor. a.
ἡλκωμένος (ἑλκόω), pf. ptcp. p.
ἤλλαξαν (ἀλλάσσω), 1 aor. a.
ἤλπικα, -σα (ἐλπίζω), pf. and 1 aor. a.
ἡμάρτηκα (ἁμαρτάνω), pf. a.
ἥμαρτον (id.), 2 aor. a.
ἥμεθα, ἦμεν (εἰμί), impf.
ἤμελλον (μέλλω), impf.
ἤμην (εἰμί), impf.
ἠμφιεσμένος (ἀμφιέννυμι), pf. ptcp. p.
ἤνεγκα (φέρω), 1 aor. a.
ἠνέχθην (id.), 1 aor. p.
ἠνεῳγμένος (ἀνοίγω), pf. ptcp. p.
ἠνέῳξα (id.), 1 aor. a.
ἠνεώχθην (id,), 1 aor. p.
ηνοἰγην (id.), 2 aor. p.
ἤνοιξα (id.), 1 aor. a.
ἠνοίχθην (id.), 1 aor. p.
ἤξει (ἥκω), fut. a.
ἠξίου (ἀξιόω), impf. a.
ἠξίωται (id.), pf. p.
ἠπατήθη (ἀπατάω), 1 aor. p.
ἠπείθησαν (ἀπειθέω), 1 aor. a.
ἠπείθουν (id.), impf. a.
ἠπείλει (ἀπειλέω), impf. a.
ἠπίστουν (ἀπιστέω), impf. a.
ἠπόρει (ἀπορέω), impf. a.
ἥπτοντο (ἅπτω), impf. m.
ἦρα (αἴρω), 1 aor. a.
ἠργαζόμην, -σαμην (ἐργάζομαι), impf. and 1 aor.
ἠρέθισα (ἐρεθίζω), 1 aor. a.
ἤρεσα (ἀρέσκω), 1 aor. a.
ἤρεσκον (ἀρέσκω), impf. a.
ἠρημώθη (ἐρημóω), 1 aor. p.
ἤρθην (αἴρω), 1 aor. p.
ἦρκεν (id.), pf. a.
ἠρμένος (id.), pf. ptcp. p.
ἠρνεῖτο (ἀρνέομαι), impf.
ἤρνημαι (id.), pf. pass.
ἠρνησάμην (id.)j 1 aor.
ἠρξάμην (ἄρχω), 1 aor. m.
ἡρπάγη (ἁρπάζω), 2 aor. p.
ἥρπασε (id.), 1 aor. a.
ἡρπάσθη (ἁρπάζω), 1 aor. p,
ἠρτυμένος (ἀρτύω), pf. ptcp. p.
ἤρχοντο (ἔρχομαι), impf.
ἠρώτων (ἐωτάω), impf. a.
ἦς, ἦσθα (ἐιμί), impf.
ἤσθιον (ἐσθίω), impf. a.
ἡσσώθητε (ἡπάω), 1 aor. p.
ᾐτήκαμεν (αἰτέω), pf. a.
ᾔτησα, -σάμην (id.), 1 aor. a. and m.
ἠτίμασα (ἀτιμάζω), 1 aor. a.
ἠτίμησα (ἀτιμάω), 1 aor. a.
ἡτοίμακα (ἑτοιμάζω), pf. a.
ᾐτοῦντο (αἰτέω), impf. m.
ἡπήθητε (ἤττάω), 1 aor. p.
ἥττηται (id.), pf. p.
ἤτω (εἰμί), pros, impv.
ηὐδόκησα (εὐδοκέω), 1 aor. a.
ηὐδοκοῦμεν (id.), impf. a.
ηὐκαίρουν (ευκαιρέω), impf.
ηὐλήσαμεν (αὐλἐω), 1 aor. a.
ηὐλόγει (εὐλογέω), impf. a.
ηὐλόγηκα, -σα (id.), pf. and 1 aor. a.
ηὔξησα (αὐξάνω), 1 aor. a.
ηὐπορεῖτο (εὐπορέω), impf. m.
ηὑρίσκετο (εὑρίσκω), impf. p.
ηὕρισκον (id.), impf. a.
ηὐφόρησεν (εὐφο ,έω), 1 aor. a.
ηὐφράνθη (εὐφραίνω), 1 aul". p.
ηὐχαρίστησαν (εὐχαριστέω), 1 aor. a.
ηὐχόμην (εὔχομαι), impf.
ἤφιε (ἀφίημι), impf.
ἤχθην (ἄγω), 1 aor. p.
ἠχρειώθησαν (ἀχρειόω), 1 aor. p.
ἡψάμην (ἅπτω), 1 aor. m.
θάψαι (θάπτω), 1 aor. inf. a.
θεῖναι, θείς (τίθημι), 2 aor. inf. and ptcp. a.
θέμενος (id.), 2 aor. ptcp. m.
θέντες (id.), 2 aor. ptcp. a. nom. pl. mas.
θέσθε (id.), 2 aor. impv. m.
θέτε (id.), 2 aor. impv. a.
θίγῃς, θίγῃ (θιγγάνω), 2 aor. subjc. a.
θῶ (τίθημι), 2 aor. subjc. a.
ἰάθη (ἰάομαι), 1 aor. p.
ἰαταὶ (id.), pf. p.
ἰᾶτο (id.), impf.
ἴδον = εἶδον.
ἴσασι (οἶδα), 3 pl.
ἴσθι (εἰμί), impv.
ἱστάνομεν, ἱστῶμεν (ἵστημι, (q.v.).
ἴστε (οἶδα, ind. or impv.
ίστήκειν (ἵστημι), plpf. a.
ἰώμενος (ἰάομαι), pres. ptcp.
καθαριεῖ (καθαρίζω), fut.
καθαρίσαι (id.), 1 aor. inf. a.
καθεῖλε (καθαιρέω), 2 aor. a.
καθελῶ (id.), fut. a.
κάθῃ (κάθημαι), pres. ind.
καθῆκαν (καθίημι), 1 aor. a.
καθήσεσθε (κάθημαι), fut.
καθῆψε (καθάπτω), 1 aor. a.
κάθου (κάθημαι), pres. impv.
καλέσαι (καλέω), 1 aor. inf. a.
κάλεσον (id.), 1 aor. impv. a.
κάμητε (κάμνω), 2 aor. subjc. a.
κατάβα, κατάβηθι (καταβαίνω), 2 aor. impv. a.
καταβέβηκα (id.), pf. a.
καταβῇ (id.), 2 aor. subjc. a.
κατακαήσομαι (κατακαίω), 2 fut. p.
κατακαῦσαι (id.), 1 aor. inf. a.
κατακαυχῶ (κατακαυχάομαι), pres. impv.
καταλάβῃ (καταλαμβάνω), 2 aor. subjc. a.
καταπίῃ (καταπίνω), 2 aor. subjc. a.
καταποθῇ (id.), 1 aor. subjc. p.
καταρτίσαι (καταρτίζω), 1 aor. inf. or opt. a.
κατασκηνοῖν, -οῦν (κατασκηνόω), pres. inf. a.
κατάσχωμεν (κατέχω), 2 aor. subjc. a.
κατεαγῶσιν (κατάγνυμι), 2 aor. subjc. p.
κατέαξα (id.), 1 aor. a.
κατεάξει (id.), fut. a.
κατέβη (καταβαίνω), 2 aor. a.
κατεγνωσμένος (καταγινώσκω), pf. ptcp. p.
κατειλημμένος (καταλαμβάνω), pf. ptcp. p.
κατειληφέναι (id.), pf. inf. a.
κατεκάη (κατακαίω), 2 aor. p.
κατέκλασε (κατακλάω), 1 aor. a.
κατέκλεισα (κατακλείω), 1 aor. a.
κατενεχθείς (καταφέρω), 1 aor. ptcp. p.
κατενύγησαν (κατανύσσω), 2 aor. p.
κατεπέστησαν (κατεφίστημι), 2 aor. a.
κατέπιε (καταπίνω), 2 aor. a.
κατεπόθην (id.), 1 aor. p.
κατεσκαμμένος (κατασκάπτω), pf. ptcp. p.
κατεστραμμένος (καταστρέφω), pf. ptcp. p.
κατεστρώθησαν (καταστρώννυμι), 1 aor. p.
κατευθύναι (κατευθύνω), 1 aor. inf. a.
κατευθύναι (id.), 1 aor. opt. a.
κατέφαγον (κατεσθίω), 2 aor. a.
κατήγγειλα (καταγγέλλω), 1 aor. a.
κατήνεγκα (id.), 2 aor. p.
κατήνεγκα (καταφέρω), 1 aor. a.
κατήντηκα, -σα (καταντάω), pf. and 1 aor. a.
κατηράσω (καταράομαι), 1 aor.
κατήργηται (καταργέω), pf. p.
κατηρτισμένος (καταρτίζω), pf. ptcp. p.
κατηρτίσω (id.), 1 aor. m. 2 s.-
κατῃσχύνθην (καταισχύνω), 1 aor. p.
κατήχηνται (κατηχέω), pf. p.
κατηχήσω (id.), 1 aor. «ubjc. a.
κατίωται (κατιόω), pf. p.
κατῴκισεν (κατοικίζω), 1 aor. a.
καυθήσομαι (καίω), 1 fut. p.
καυχᾶσαι (καυχάομαι), pres. ind.
κεκαθαρισμένος (καθαρίζω), pf. ptcp. p.
κεκαθαρμένος (καθαίρω), pf. ptcp. p.
κεκαλυμμένος (καλύπτω), pf. ptcp. p.
κεκαυμένος (καίω), pf. ptcp. p.
κεκερασμένος (κεράννυμι), pf. ptcp. p.
κέκλεισμαι (κλείω), pf. p.
κέκληκα (καλέω), pf. a.
κέκληται (id.), pf. p.
κέκλικεν (κλίνω), pf. a.
κέκμηκας (κάμνω), pf. a.
κεκορεσμένος (κορέννυμι), pf. ptcp. p.
κέκραγε (κράζω), 2 pf. a.
κεκράξονται (id.), fut. m.
κεκρατηκέναι (κρατέω), pf. inf. a.
κεκράτηνται (id.), pf. p.
κεκρίκει (κρίνω), plpf. a.
κέκριμαι (id.), pf. p.
κεκρυμμένος (κρύπτω), pf. ptcp. p.
κεράσατε (κεράννυμι), 1 aor. impv. a.
κερδανῶ, κερδήσω (κερδαίνω), fut. a.
κερδάνω (id.), 1 aor. subjc. a.
κεχάρισμαι (χαρίζομαι), pf.
κεχαριτωμένος (χαριτóω), pf. ptcp. p.
κέχρημαι (χράομαι), pf.
κεχωρισμένος (χωρίζω), pf. ptcp. p.
κηρύξαι, (χωρίζω), ,1 aor. inf. a,
κλάσαι (κλάω), 1 aor. inf. a.
κλαύσατε (κλαίω), 1 aor. impv. a.
κλαύσω, ομαι (id.), fut.
κλεισθῶσιν (κλείω), 1 aor. subjc. p.
κληθῇς (καλέω), 1 aor. subjc. p.
κλῶμεν (κλάω), pres. ind. a.
κλώμενος (id.), pres. ptcp. p.
κλῶντες (id.), pres. ptcp. a.
κοιμώμενος (κοιμάω), pres. ptcp. p.
κολλήθητι (κολλάω), 1 aor. impv. p.
κομιεῖται (κομίζω), fut. m.
κομίσασα (id.), 1 aor. ptcp. a.
κορεσθέντες (κορέννυμι), 1 aor. ptcp. p.
κόψας (κόπτω), 1 aor. ptc. a.
κράξας (κράζω), 1 aor. ptcp. a.
κράξουσιν (id.), fut. a.
κράτει (κρατέω), pres. impv.
κριθήσεσθε (κρίνω), 1 fut. p.
κριθῶσιν (id.), 1 aor. subjc. p.
κρυβῆναι (κρύπτω), 2 aor. inf. p.
κτήσασθε (κταόμαι), 1 aor. impv. m.
κτήσησθε (id.), 1 aor. subjc. m.
λάβε, -βῃ (λαμβάνω), 2 aor. impv. and subjc. a.
λαθεῖν (λανθάνω), 2 aor. inf. a.
λαχοῦσι (λαγχάνω), 2 aor. ptcp. a.
λάχωμεν (id.), 2 aor. subjc. a.
λελουμένος, -σμένος (λούω), pf. ptcp. p.
λέλυσαι (λύω), pf. pass.
λημφθῇ (λαμβάνω), 1 aor. subjc. p.
λήμψομαι (id.), fut.
λίπῃ (λείπω), 2 aor. subjc. a.
μάθετε (μανθάνω), 2 aor. impv. a.
μάθητε (id.), 2 aor. subjc. a.
μαθών (id.), 2 aor. ptcp. a.
μαρανθήσομαι (μαραίνω), 1 fut. p.
μακαριοῦσι (μακαρίζω), fut.
μακροθύμησον (μακροθυμέω), 1 aor. impv. a.
μεθιστάναι (μεθίστημι, pres. inf. a.
μεθυσθῶσιν (μεθύσκω), 1 aor. subjc. p.
μεῖναι (μένω), 1 aor. inf.
μείναντες (id.), 1 aor. ptcp.
μείνατε, μεῖνον (id.), 1 aor. impr.
μείνῃ, -ητε, -ωσιν (id.), 1 aor. subjC.
μελέτα (μελετάω), pres. impv. a.
μεμαθηκώς (μανθάνω), pf. ptcp. a.
μεμενήκεισαν (μένω), plpf. a.
μεμιαμμένος (μιαίνω), pf. ptcp. p.
μεμίανται (id.), pf. pass.
μεμιγμένος (μίγνυμι), pf. ptcp. p.
μέμνησθε (μιμνήσκω), pf. m.
μεμύημαι (μυέω), pf. p.
μενεῖτε (μένω), fut. ind.
μένετε (id.), pres. ind. or impv.
μετάβα, -βηθι (μεταβαίνω), 2 aor. impv. a.
μετασταθῶ (μεθίστημι), 1 aor. subjc. p.
μεταστραφήτω (μεταστρέφω), 2 aor. impv. p.
μετέθηκεν (μετατίθημι), 1 aor. a.
μετέστησε1 (μεθίστημι), 1 aor. a.
μετέσχηκεν (μετέχω), pf. a.
μετπέθησαν (μετατίθημι), 1 aor. p.
μετήλλαξαν (μεταλλάσσω), 1 aor. a.
μετῆρεν (μεταίρω), 1 aor. a.
μετοικιῶ (μετοικίζω), fut. a.
μετῴκισεν (id.), 1 aor. a.
μιανθῶσιν (μιαίνω), 1 aor. subjc. p.
μνησθῆναι (μιμνήσκω), 1 aor. inf. p.
μνήσθητι, τε (id.), 1 aor. impv. p.
μνησθῶ, -θῇς (id.), 1 aor. subjc. p.
νενίκηκα (νικάω), pf. a.
νενομοθέτηται (νομοθετέω), pf. pass.
νήψατε (νήφω), 1 aor. impv.
νόει (νοέω), pres. impv. a.
νοούμενα (id.), pres. ptcp. p.
ὀδυνᾶσαι (ὀδυνάω), pres. ind. m.
οἴσω (φέρω), fut. a.
ὀμνύναι, -ύειν (ὄμνυμι, -ύω), pres. inf. a.
ὀμόσαι (id.), 1 aor. inf. ω
ὀμόσv (id.), 1 aor. subjc. a.
ὀναίμην (ὀνίνημι), 2 aor. opt. nu
ὁρῶσαι (ὁράω), pres. ptcp. a.
ὀφθείς (id-)) i 3,or. ptcp. p.
ὄψει, -ῃ (id.), fut.
ὄψησθε (id.), 1 aor. subjc. m.
παθεῖν (πάσχω), 2 aor. inf. a.
πάθῃ (id.), 2 aor. subjc. a.
παίσῃ (παίω), 1 aor. subjc. a.
παραβολευσάμενος (παραβολεύομαι), 1 aor. ptcp.
παραβουλευσάμενος (παραβοvλεύομαι), 1 aor. ptcp.
παραδεδώκεισαν (παραδίδωμι), plpf.
παραδιδοῖ, -δῷ (παραδίδωμι), pres. subjc.
παραδιδούς, παραδούς (id.), pres. and 2 aor. ptcp.
παραδῷ, -δοῖ (id.), 2 aor. subjc. a.
παραθεῖναι (παρατίθημι), 2 aor. inf. a.
παράθου (id.), 2 aor. impr. m.
παραθῶσιν (id.), 2 aor. subjc. a.
παραιτοῦ (παραιτέομαι), pres. impv.
παρακεκαλυμμένος (παρακαλύπτω), pf. ptcp. p.
παρακεχειμακότι (παραχειμάζω), pf. ptcp. a.
παρακληθῶσιν (παραχαλέω), 1 aor. subjc. p.
παρακύψας (παρακύπτω), 1 aor. ptcp. a.
παραλημφθήσπαι (παραλαμβάνω), 1 fut. p.
παραπλεῦσαι (παραπλέω), 1 aor. inf. a.
παραρυῶμεν (παραρέω), 2 aor. subjc. p.
παραστῆσαι (παρίστημι), 1 aor. inf. a.
παραστῆτε (id.), 2 aor. subjc. a.
παρασχών (παρέχω), 2 aor. ptcp. a.
παρατιθέσθωσαν (παρατίθημι), pres. impv. 3 pi.
παρεδίδοσαν (παραδίδωμι), impf. 3 pi.
παρέθεντο (παρατίθημι), 2 aor. m.
πάρει (πάρειμι), pres. ind.
παρειμένος (παρίημι), pf. ptcp. p.
παρεῖναι (παρίημι), 2 aor. inf. a.
παρεῖναι (πάρειμι), pres. inf.
παρεισάξουσιν (παρεισάγω), fut. a.
παρεισέδυσαν (παρεισάγω), 2 aor. p.
παρεισέδυσαν (id.), 1 aor. a.
παρεισενέγκαντες (παρεισφέρω), 1 aor. ptcp. a.
παρειστήκεισαν (παρίστημι), plpf. a.
παρεῖχαν (παρέχω), impf.
παρειχόμην (id.), impf. m.
παρέκυψεν (παρακύπτω), 1 aor. a.
παρελάβοσαν (παραλαμβάνω), 2 aor. a.
παρελεύσονται (παρέρχομαι), fut.
παρεληλυθέναι (id.), pf. inf. a.
παρελθάτω (id.), 2 aor. impr. a.
παρενεγκεῖν (παραφέρω) 2 aor. inf.
παρέξει, -jj (παρέχω), fit. a. and m.
παρεπίκραναν (παραπικραίνω), 1 aor. a.
παρεσκεύασται (παρασκευάζω), pf. p.
παρεWκότες, -εστῶτες (παρίστημι), pf. ptcp. ἆ.
παρέτεινε (παρατείνω), 1 aor. a.
παρετήρουν (παρατηρέω), impf. a.
παρήγγειλαν (παραγγέλλω), 1 aor. a.
παρηκολούθηκας (παρακoλουθéω), pf. a.
παρῄνει (παραινέω), impf. a.
παρῃτημένος (παραιτέομαι), pf. ptcp. p.
παρῴκησεν (παροικέω), 1 aor. a.
παρωξύνετο (παροξύνω), impf. p.
παρώτρυναν (παροτρύνω), 1 aor. a.
παρῳχημένος (παροίχομαι), pf. ptcp.
παυσάτω (παύω), 1 aor. impv. a.
πεῖ1 (πίνω), 2 aor. inf. a.
πείσας (πείθω), 1 aor. a.
πέπαυται (παύω), pf. m.
πεπειραμένος (πειράω), pf. ptcp. p.
πεπειρασμένος (πειράζω), pf. ptcp. p.
πέπεισμαι (πείθω), pf. p.
πεπιεσμένος (πιέζω), pf. ptcp. p.
πεπιστευκόσι (πιστεύω), pf. ptcp. a.
πεπλάνησθε (πλανάω), pt. p.
πεπλάτυνται (πλατύνω), pf. p.
πεπληρωκέναι (πληρόω), pf. inf. a.
πέποιθα (πείθω), 2 pf.
πέπονθα (πάσχω), 2 pf.
πεπότικεν (ποτίζω), pf. a.
πέπρακε (πιπράσκω), pf. a.
πέπραχα (πράσσω), pf. a.
πέπτωκα (πίπτω), pf. a.
πεπυρωμένος (πυρόω), pf. ptcp. p.
πέπωκε (πίνω), pf. a.
πεπωρωμένος (πωρόω), pf. ptcp. p.
περιάψας (περιάπτω), 1 aor. ptcp. a.
περιδραμών (περιτρέχω), 2 aor. ptcp. a.
περιεδέδετο (περιδέω), plpf. p.
περιεζωσμένος (περιζώννυμι), pf. ptcp.
περιέκρυβον (περικρύπτω), 2 aor. a.
περιελεῖν (περιαιρέω), 2 aor. inf. a.
περιέπεσον (περιπίπτω), 2 aor. δ-
περιεσπᾶτο (περιπίπτω), impf. p.
περιέσχον (περιέχω), 2 aor. a.
περιέτεμον (περιτέμνω), 2 aor. a.
περίζωσαι (περιζώννυμι), 1 aor. impv. m.
περιῃρεῖτο (περιαιρέω), impf. p.
περιθέντες (περιτίθημι), 2 aor. ptcp. a.
περιπέσητε [περιπίπτω), pres. m. or p.
περιπέσητε (περιπίπτω), 2 aor. subjc. a.
περιρεραμμένος (περιραίνω), pf. ptcp. p.
περιρήξαντες (περιρήγνvμι), 1 aor. ptc}:). a.
περισσεῦσαι, -εύσαι (περισσεύω), 1 aor. inf. and opt. a.
περιτετμημένος (περιτέμνω), pf. ptcp. p.
περιτμηθῆναι (περιτέμνω), 1 aor. inf. p.
πεσεῖν (πίπτω), 2 aor. inf. a.
πέτηται (πέτομαι), pres. SubjC.
πετώμενος (πετάομαι), pre.3. ptcp.
πεφανέρωται (φανερόω), pf. p.
πεφίμωσο (φιμόω), pf. impv. p.
πιάσαι (πιάζω), 1 aor. inf. a.
πίε, πιεῖν (πίνω), 2 aor. impv. aiid inf. a.
πικρανεῖ (πικραίνω), fut. a.
πλάσας (πλάσσω), 1 aor. ptcp. a.
πλέξαντες (πλέκω), 1 aor. ptcp. a.
πλεονάσαι (πλεονάζω), 1 aor. opt. a.
πληθυνθῆναι (πληθύνω), 1 aor. inf. p.
πληρωθιῆ (πληρόω), 1 aor. subjc. p.
πλήσας, -σθείς (πίμπλημι), 1 aor. ptcp. a. and p.
ποιήσειαν (ποιέω), 1 aor. opt.
ποιμανεῖ (ποιμαίνω), fut. a.
πραθείς (πιπράσκω), 1 aor. ptcp. p.
προβάς (προβαίνω), 2 aor. ptcp. a.
προγεγονώς (id.), pf. ptcp. a.
προγεγονώς (προγίνομαι), pf. ptcp. a.
προεβίβασαν (προβιβάζω) , 1 aor. a.
προεγνωσμένος (προγινώσκω), pf. ptcp. P-
προελεύσεται (προέρχομαι), fut.
προενήρξατο (προενάρχομαι), 1 aor.
προεπηγγείλατο (προεπαγγἑλλω), 1 aor. m.
προεστῶτες (προἳοηwμι), pf. ptcp. ἆ.
προέτειναν (προτείνω), 1 aor. a.
προεφήτευον (προφητεύω), impf. a.
προέφθασεν (προφθάνω), 1 aor. a.
προεωρακότες (προοράω), pf. ptcp. a.
προῆγεν (προάγω), impf. a.
προηλπικότας (προελπίζω), pf. ptcp. a.
προηλπικότας (προαμαρτάνω), pf. ptcp. a.
προῃτιασάμεθα (προαιτιάομαι), 1 aor.
προητοίμασα (προετοιμάζω) , 1 aor. a.
προκεκηρυγμένος (προκηρύσσω), pf. ptcp. p.
προκεχειρισμένος (προχειρίζω), pf ptcp. p.
προxεχειροτονημένος (προχειροτονέω), pf. ptcp. p.
προορώμην (προοράω), impf. m.
προσανέθεντο (προσανατίθημι), 2 aor. m.
προσειργάσατο (προσεργάζομαι), 1 aor.
προσεκλίθη (προσκλίνω), 1 aor. p.
προσεκολλήθη (προσκολλάω), 1 aor. p.
προσεκύνουν (προσκvνέω), impf. a.
προσενήνοχεν (προσφέρω), pf. ἆ
προσέρηξεν (προσπίπτω), 2 aor. a.
προσέρηξεν (προσπίπτω), 1 aor. a.
προσεφώνει (προσέχω), pf. a.
προσεφώνει (προσφωνέω), impf. a.
προσεῶντος (προσεαω), pres. ptcp. a.
προσήνεγκα (προσφέρω), 1 aor. ἄε
προσηργάσατο (προσεργάζομαι), 1 aor.
προσηύξατο (προσεύχομαι), 1 aor.
πρόσθες (προστίθημι), 2 aor. impv. ἆ.
προσλαβοῦ (προσλαμβάνω), 2 aor. impv. m.
προσμεῖναι (πρόσ' μένω), 1 aor. inf. a.
προσπήξας (προσπήγνυμι), 1 aor. ptcp. a.
προστῆναι (προrοηwμι), 2 aor. inf. a.
προσωρμίσθησαν (προσορμίζω), 1 aor.
προσώχθισα (προσοχθίζω), 1 aor. a.
πρτρεψάμενος (προτρέπω), 1 aor. ptcp. m.
προυπῆρχον (προὐ̓πάρχω), impf. a.
πταίσητε (πταίω), 1 aor. subjc. a.
πτοηθῆτε (πτοέω), 1 aor. subjc. p.
πτύξας (πτύσσω), 1 aor. ptcp. a.
πτύσας (πτύω), 1 aor. ptcp. a.
πυθόμενος (πυνθάνομαι), 2 aor. ptcp.
ῥαντίσωνται (ῥαντίζω), 1 aor. subjc. m.
ῥεύσουσιν (ῥέω), fut.
ῥῆξον (ῥήγνυμι), 1 aor. impv. a.
ῥίψας (ῥίπτω), 1 aor. ptcp. a.
ῥυπανθήτω (ῥυπαίνω), 1 aor. impv. p.
ῥυπαρευθήτω (ῥυπαρεύομαι), 1 aor. impv. p.
ῥῦσαι (ῥύομαι), 1 aor. impv. m.
σβέσαι (σβέννυμι), 1 aor. inf. a.
σέσηπε (σήπω), 2 pf. a.
σεσιγημένος (σιγάω), pf. ptcp. p.
σέσωκα (σώζω), pf. a.
σημάναι (σημαίνω), 1 aor. inf. a.
σθενώσει (σθενόω), fut. a.
σπαρείς (σπείρω), 2 aor. ptcp. p.
σπεῦσον (σπεύδω), 1 aor. impv. a.
σταθῇ, στάς, etc. (ἵστημι), 1 and 2 aor.
στηρίξαι (στηρίζω), 1 aor. inf. a.
στήσῃ (ἵστημι), 1 aor. subjc. a.
στραφείς (στρέφω), 2 aor. ptcp. p.
στρῶσον (στρώννυμι), 1 aor. impv. a.
σvγΚ-, v.s. σὺν κ-.
συλλα3οὐσα (συλλαμβάνω), 2 aor. ptcjJ. a.
συλλήμψῃ (id.), fut.
συμπ-, v.s. σvνπ-.
συναγάγετε (συνάγω), 2 aor. impv. a.
συνανέκειντο (συνανάκειμαι), impf.
συναπαχθέντες (συναπάγω), 1 aor. ptcp. p.
συναπέθανον (συναποθνῄσκω), 2 aor. a.
συναπήχθη (συναπάγω), 1 aor. p.
συναπώλετο (συναπόλλvμι), 2 aor. m.
συνᾶραι (συναίρω), 1 aor. inf. a.
συναχθήσομαι (συνάγω), 1 fub. p.
συνδεδεμένος (συνδέω), pf. ptcp. p.
συνέζευξεν (συνζεύγνυμι), 1 aor. a.
συνέθεντο (συντίθημι), 2 aor. m.
συνειδυίης (συνεῖδον), pf. ptcp. a.
συνειληφυῖα (συλλαμβάν ω), pf. ptcp. a.
συνείπετο (συνέπομαι), impf.
συνείχετο (συνέχω), infipf- P-
συνεκόμισαν (συνκομίζω), 1 aor. a.
συνεληλυθώς (συνέρχομαι), pf. ptcp.
συνεπέστη (συνεφίστημι), 2 aor. a.
συνέπιον (συνπίνω), 2 aor. a.
συνεσπάραξεν (σvσπαράσσω), 1 aor. φ.
συνεσπάραξεν (συστέλλω), pf. ptcp. p.
συνεστῶσα (συνίστημι), pf. ptcp.
συνέταξα (συντάσσω), 1 aor. a.
συνετάφημεν (συνθάπτω), 2 aor. p.
σύνετε (συνίημι), 2 aor. a.
συνετέθειντο (συντίθημι), plpf. m.
συνετήρει (συντηρέω), impf. a.
συνέφαγές (συνεσθίω), 2 aor. a.
συνέχεον (σvνχέω), impf. or 2 aor.
συνηγέρθητε (συνεγείρω), 1 aor. p.
συνηγμένος (συνάγω), pf. ptcp. p.
συνήθλησαν (συναθλέω), 1 aor. a.
συνηθροισμένος (συναθροίζω), pf. ptcp.
συνῆκαν (συνίημι), 1 aor. a.
συνήλασεν (συνελαύνω), 1 aor. ἆ.
συνήλλασσεν (συναλλάσσω), impf. ιΥ
συνήντησεν (σvναντάω), 1 aor. a.
συνήργει (συνεργέω), impf. a.
συνηρπάκει, -ήρπασαν (συναρπάζω), plpf. and 1 aor
συνῆσαν (σύνειμι), impf.
συνήσθιεν (συνεσθίω], impf.
συνῆτε (συνίημι), 2 aor. subjc. a.
συνήχθη (συνάγω), 1 aor. p.
συνιδών (συνεῖδον), ptcp.
συνιείς (συνίημι), pres. ptcp.
συνιόντος (σύνειμι), pres. ptcp. gen. s.
συνιστάνειν (συνίστημι), pres. inf.
συνίωσι (συνίημι), pres. subjc.
συνκατατεθειμένος (συνκατατίθημι), pf. ptcp. m.
συνκεκερασμένος (συνκεράννυμι), pf. ptcp. p.
συνπαρακληθῆναι (συνπαρακαλέω), 1 aor. inf. p.
συνόντων (σύνειμι), ptcp. gen. pi.
συνταφέντες (συνθάπτω), 2 aor. ptcp. P-
συντελεσθείς (συντελέω), 1 aor. ptcp. p.
συντετμημένος (συντέμνω), pf. ptcp. p.
συντετριμμένος (συντρίβω), pf. ptcp. p.
συντετρῖφθαι (id.), pf. inf. p.
συνυπεκρίθησαν (συνυποκρίνομαι), 1 aor. p.
συνφυεισaι (συνφύω), 2 aor. ptcp. p.
συνῶσι (συνίημι), 2 aor. subjc. a.
σωθῇ (σώζω), 1 aor. p.
σῶσαι (id.), 1 aor. inf. a.
τακήσεται (τήκω), fut. p.
ταραχθῆναι (ταράσσω), 1 aor. inf. p.
τεθέαται (θεάομαι), pf.
τέθεικα (τίθημι), pf. a.
τεθεμελίωτο (θεμελιόω), plpf- p.
τεθῇ (τίθημι), 1 aor. subjc. p.
τεθλιμμένος (θλίβω), pf. ptcp. p.
τεθνάναι (θνήσκω), pf. inf. a.
τεθνηκέναι (id.), pf. inf. a.
τεθραμμένος (τρέφω), pf. ptcp. p.
τεθραυσμένος (θραύω), pf. ptcp. p.
τεθυμένα (θύω), pf. ptcp. p.
τεθῶσιν (τίθημι), 1 aor. subjo. p.
τέκῃ (τίκτω), 2 aor. subjc. α.
τελεσθῶσιν (τελέω), 1 aor. subjc. p.
τέξῃ (τίκτω), fut.
τεταγμένος (τάσσω), pf. ptcp. p.
τέτακται (id.), pf. p.
τεταραγμένος (ταράσσω), pf. ptcp. p.
τετάρακται (id.), pf. p.
τεταχέναι (id.), pf. inf. a.
τετέλεσται (τελέω), pf. p.
τέτευχα (τυγχάνω), pf. a.
τετήρηκαν (τηρέω), pf. a.
τετιμημένος (τιμάω), pf. ptcp. p.
τετραχηλισμένος (τραχηλίcω), pf. ptcp. P;
τετύφωται (τυφόω), pf. p.
τέτυχα (τυγχάνω), pf. a.
τεχθείς (τίκτω), 1 aor. ptcp. p.
τίσουσιν (τίνω), fufc. a.
ὑπέδειξα (ὑποδείκνυμι), 1 aor. a.
ὑπέθηκα (ὑποτίθημι), 1 aor. a.
ὑπέλαβεν (ὑπολαμβάνω), 2 aor. a.
ὑπελείφθην fὑπολείπω), 1 aor. p.
ὑπέμεινα, -μενον (ὑπομένω), 1 aor. and impf.
ὑπεμνήσθην (ὑπομιμνήσΚω), 1 aor. p.
ὑπενεγκεῖν (ὑποφέρω), 2 aor. inf. a.
ὑπενόουν (ὑπονοέω), impf. a.
ὑπέπλευσα (ὑπόπλεω), 1 aor. a.
ὑπεριδών (ὑπερεῖδον), ptcp.
ὑπέστρεψα (ὑποστρέ φῶ), 1 aor. a.
ὑπεστρώννυον (ὑποστρώννυμι), impf.
ὑπετάγη (ὑποτάσσω), 2 aor. p.
ὑπέταξα (id.), 1 aor. a.
ὑπῆγον (ὑπάγω), impf. a.
ὑπήκουον (ὑπακούω), impf. a.
ὑπήνεγκα (ὑποφέρω), 1 aor. a.
ὑπῆρχον (ὑπάρχω), impf. a.
ὑποδέδεκται (ὑποδέχομαι), pf.
ὑποδεδεμένος (ὑποδέω), pf. ptcp. p.
ὑποδῆσαι (id.), 1 aor. impv. m.
v̔ποδραμόντες(υeπoτρέχω), 2 aor. ptcp. a.
ὑπομείνας, -μεμνηκώς (ὑπομένω), 1 aor. and pf. ptcp. a.
ὑπομνῆσαι (ὑπομιμνήσκω), 1 aor. inf. a.
ὑποπνεύσας (ὑποπνέω), 1 aor. ptcp. a.
υeποατεἱληται fὑποστέλλω), 1 aor. subjc. m.
ὑποταγῇ (ὑπ' οτάσ σὼ), 2 aor. subjc. p.
ὑποτάξαι (iἀι), 1 aor. inf. a.
ὑποτέτακται (id.), pf. p.
ὑποτέτακται (ὑστερέω), pf. inf. a.
ὑψωθῶ (ὑψόω), 1 aor. subjc. p.
φάγεσαι (ἐσθίω), fut. 2 s.
φάνῃ (φαίνω), 1 aor. subjc. ἆ.
φείσομαι (φείδομαι), fut.
φεύξομαι (φεύγω), fut.
φθαρῇ (φθε ἱρῷ), 2 aor. subjc. p,
φθάσωμεν (φθάνω), 1 aor. subjc.
φθερεῖ (φθείρω), fut. a.
φιμοῖ1, οὑν (φιμόω), pres. inf. a.
φραγῇ (φράσσω), 2 aor. subjc. p.
φράσον (φράζω)) 1 aor. impv.
φυείς, φύς (φύω), 2 aor. p. and a.
φύλαξον (φυλάσσω), 1 aor. impv. a.
φυτεύθητι (φυτεύω), 1 aor. impv. p.
φωτιεῖ, τίσει (φωτίζω), fut.
χαλῶσιν (χαλάω), pres. a. 3 pi.
χαρῆναι (χαίρω), 2 aor. inf. p.
χαρήσομαι (id.), fut.
χρῆσαι (χράομαι), 1 aor. impv. m.
χρῆσον (κίχρημι), 1 aor. impv. a.
χρονίσει (χρονίζω), fut.
χρῶ (χράομαι), pres. impv.
χωρῆσαι (χωρέω), 1 aor. inf. a.
χωρίσαι (χωρίζω), 1 aor. inf. a.
χωροῦσαι (χωρέω), pres. ptcp. a.
ψηλαφήσειαν (ψηλαφάω), 1 aor. opt
ψυγήσεται (ψύχω), 2 fut. p.
ψωμίσω (ψωμίζω), 1 aor. subjc. a.
ὠκοδόμοvν (οἰκοδομέω), impf.
ὡμίλει (ὁμιλέω), impf.
ὡμολόγουν (ὁμολογέω), impf.
ὤμοσα (ὄμνυμι), 1 aor. a.
ὠνείδισα (ὀνειδίζω), 1 aor. a.
ὠνόμασα (ὀνομάζω)1 1 aor. a.
ὤρθριζεν (ὀρθρίζω), impf.
ὥρισα (ὁρίζω), 1 aor. a.
ὥρμησα (ὁρμάω), 1 aor. a.
ὤρυξεν (ὀρύσσω), 1 aor. a.
ὠρχήσασθε (ὀρχέομαι), 1 aor.
ὤφειλον (ὀφείλω), impf.
ὤφθην (ὁράω), 1 aor. p.